κεραυνοφαής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κεραυνοφαής:''' яркий как молния ([[πῦρ]] Eur.).
|elrutext='''κεραυνοφαής:''' яркий как молния ([[πῦρ]] Eur.).
}}
{{elnl
|elnltext=κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.
}}
}}

Revision as of 07:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοφᾰής Medium diacritics: κεραυνοφαής Low diacritics: κεραυνοφαής Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΦΑΗΣ
Transliteration A: keraunophaḗs Transliteration B: keraunophaēs Transliteration C: keravnofais Beta Code: keraunofah/s

English (LSJ)

ές,

   A flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.

German (Pape)

[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.

Greek Monolingual

κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι-φαής, κεραυνο-φαής].

Greek Monotonic

κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.