κονδύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(21)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κονδύλωμα]])<br />όγκος, [[πρήξιμο]], [[εξόγκωμα]] («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος [[ἐπανάστασις]] [[μετὰ]] φλεγμονῆς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κονδυλώματα</i><br />εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά [[βάση]] που έχουν [[μέγεθος]] φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. Η λ. ως ιατρ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]].
|mltxt=το (Α [[κονδύλωμα]])<br />όγκος, [[πρήξιμο]], [[εξόγκωμα]] («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος [[ἐπανάστασις]] [[μετὰ]] φλεγμονῆς», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κονδυλώματα</i><br />εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά [[βάση]] που έχουν [[μέγεθος]] φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]]. Η λ. ως ιατρ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>condyloma</i> <span style="color: red;"><</span> [[κονδύλωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.
}}
}}

Revision as of 07:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονδῠλωμα Medium diacritics: κονδύλωμα Low diacritics: κονδύλωμα Capitals: ΚΟΝΔΥΛΩΜΑ
Transliteration A: kondýlōma Transliteration B: kondylōma Transliteration C: kondyloma Beta Code: kondu/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A knob, callous lump, Hp.Haem.4,5, Dsc.Eup.1.209, Gal.13.533.

German (Pape)

[Seite 1480] τό, = κόνδυλος 2, Geschwulst, Verknöcherung, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κονδύλωμα: τό, ὄγκος, τυλῶδες οἴδημα, Ἱππ. 893C, H, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδύλωμα -ατος, τό [κονδυλόομαι] verharding, eelt.