κρατερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρᾰτερόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> сильный духом, отважный, мужественный ([[ἀνήρ]], [[Ἡρακλῆς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> могучий, неукротимый или жестокий ([[θυμός]] Hes.; [[θήρ]] Hom.).
|elrutext='''κρᾰτερόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> сильный духом, отважный, мужественный ([[ἀνήρ]], [[Ἡρακλῆς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> могучий, неукротимый или жестокий ([[θυμός]] Hes.; [[θήρ]] Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=κρατερόφρων -ον, gen. -ονος [κρατερός, φρήν] onverschrokken.
}}
}}

Revision as of 07:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτερόφρων Medium diacritics: κρατερόφρων Low diacritics: κρατερόφρων Capitals: ΚΡΑΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: krateróphrōn Transliteration B: kraterophrōn Transliteration C: kraterofron Beta Code: kratero/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν)

   A stout-hearted, dauntless, epith. of Heracles, Il.14.324; the Dioscuri, Od.11.299; Odysseus, 4.333; a wild beast, Il.10.184; ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν Hes.Op.147, cf. Orph.Fr.164; Διὸς κρατερόφρονι κούρῃ, of Athena, IG12.503.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. ονος (φρὴν) ἔχων ἰσχυρὸν φρόνημα, γενναιόψυχος, ἀτρόμητος, ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Λ. 324· τῶν Διοσκούρων, Ὀδ. Λ. 299· τοῦ Ὀδυσσέως, Δ. 333., Ρ. 124· τοῦ λέοντος, Ἰλ. Κ. 184· ἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 146.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au cœur ferme, courageux.
Étymologie: κρατερός, φρήν.

English (Autenrieth)

stout-hearted, dauntless.

Greek Monolingual

κρατερόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, γενναία και ατρόμητη καρδιά, γενναιόψυχοςἀδάμαντος ἔχων κρατερόφρονα θυμόν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κραταιό-φρων, υψηλό-φρων].

Greek Monotonic

κρᾰτερόφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), με γενναίο φρόνημα, γενναιόκαρδος, απτόητος, ατρόμητος, άφοβος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰτερόφρων: 2, gen. ονος
1) сильный духом, отважный, мужественный (ἀνήρ, Ἡρακλῆς Hom.);
2) могучий, неукротимый или жестокий (θυμός Hes.; θήρ Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρατερόφρων -ον, gen. -ονος [κρατερός, φρήν] onverschrokken.