κυνοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠνοῦχος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> собачий ошейник Anth.;<br /><b class="num">2)</b> охот. мешок из собачьей шкуры Xen.<br />удерживающий собак ([[κλοιός]] Anth.).
|elrutext='''κῠνοῦχος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> собачий ошейник Anth.;<br /><b class="num">2)</b> охот. мешок из собачьей шкуры Xen.<br />удерживающий собак ([[κλοιός]] Anth.).
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοῦχος -ου, ὁ [κύων, ἔχω] (leren) tas, buidel (voor geld).
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοῦχος Medium diacritics: κυνοῦχος Low diacritics: κυνούχος Capitals: ΚΥΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: kynoûchos Transliteration B: kynouchos Transliteration C: kynoychos Beta Code: kunou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A dog-leash, AP6.298 (Leon.), acc. to Suid., but more prob. in signf. 111; κλοιὸς κ. dog-collar, ib.107 (Phil.).    II calf-skin sack, for carrying hunting-nets, etc., X.Cyn.2.9; also, for use as a clothes-locker in the gymnasium, Poll.10.64.    III purse, money-bag, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), Inscr.Délos442A7, 461A a7 (ii B.C.), Ael.Dion.Fr.206, Hsch., Phot.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοῦχος: ὁ, (ἔχω) ἱμάς, λωρίον δι’ οὗ κρατεῖ τις τὸν κύνα, ὁ τὸν κύνα κρατῶν δεσμός, Ἀνθ. Π. 6. 298· κλοιὸς κ. αὐτόθι 107. ΙΙ. σάκκος, πήρα ἐκ δέρματος κυνὸς ἐν χρήσει κατὰ τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 2, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui retient les chiens ; ὁ κυνοῦχος collier;
2 sac de peau.
Étymologie: κύων, ἔχω.
Syn. δέραιον, κλοιός, κυνάγχη, λαιμοπέδη.

Greek Monolingual

κυνοῡχος, ὁ (AM)
βαλάντιο, κυνηγετικός σάκος
αρχ.
1. το λουρί με το οποίο κρατά και σύρει κάποιος τον σκύλο
2. σάκος από δέρμα σκύλου
3. σάκος στον οποίο φύλαγαν τα ενδύματα
4. φρ. «κλοιὸς κυνοῡχος» — το λουρί που μπαίνει στον λαιμό σκύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

κυνοῦχος: ὁ (ἔχω),
I. αυτός που έχει σκύλο, λουρί σκύλου, σε Ανθ.
II. σάκος από δέρμα σκύλου, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοῦχος: II
1) собачий ошейник Anth.;
2) охот. мешок из собачьей шкуры Xen.
удерживающий собак (κλοιός Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοῦχος -ου, ὁ [κύων, ἔχω] (leren) tas, buidel (voor geld).