παροινία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παροινία:''' ἡ бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.
|elrutext='''παροινία:''' ἡ бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.
}}
{{elnl
|elnltext=παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).
}}
}}

Revision as of 07:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινία Medium diacritics: παροινία Low diacritics: παροινία Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΑ
Transliteration A: paroinía Transliteration B: paroinia Transliteration C: paroinia Beta Code: paroini/a

English (LSJ)

ἡ,

   A drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61 ; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l’ivresse, insulte d’un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πάροινος
1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῑπνον οὐ ποιεῑ παροινίαν», Αισχίν.)
2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.

Greek Monotonic

παροινία: ἡ, συμπεριφορά μέθυσου, παράλογη συμπεριφορά, μανία μέθυσου, ευθυμία από κατάσταση μέθης, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

παροινία: ἡ бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).