πλήξιππος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλήξιππος:''' дор. [[πλάξιππος]] 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.
|elrutext='''πλήξιππος:''' дор. [[πλάξιππος]] 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.
}}
{{elnl
|elnltext=πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήξιππος Medium diacritics: πλήξιππος Low diacritics: πλήξιππος Capitals: ΠΛΗΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: plḗxippos Transliteration B: plēxippos Transliteration C: pliksippos Beta Code: plh/cippos

English (LSJ)

Dor. πλάξ-, ον,

   A striking or driving horses, epith. of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.

German (Pape)

[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.

Greek (Liddell-Scott)

πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.

English (Autenrieth)

lasher of horses. (Il.)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πλάξιππος, -ον, Α
αυτός που χτυπάει με το μαστίγιο τους ίππους, ο έμπειρος καβαλάρης (α. «Πέλοπι πληξίππω», Όμ.Ιλ.
β. «Βοιωτοί πλήξιπποι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. πληξι- του πλήσσω (πρβλ. πλήξις) + ίππος (πρβλ. κρύψ-ιππος)].

Russian (Dvoretsky)

πλήξιππος: дор. πλάξιππος 2 погоняющий коней (эпитет Пелопа и др.) Hom., Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλήξιππος -ον, Dor. πλᾱ́ξιππος [πλήττω, ἵππος] paarden opzwepend.