πληθώρα: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(33) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η,ΝΜΑ<br />μεγάλο [[πλήθος]], [[αφθονία]] (α. «[[πληθώρα]] επιχειρημάτων» β. «[[πληθώρα]] αδικημάτων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νοσηρή [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από [[αύξηση]] του όγκου του αίματος [[πάνω]] από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από [[αύξηση]] της μάζας του πλάσματος ή από [[αύξηση]] τών ερυθρών αιμοσφαιρίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[αύξηση]] του αίματος ή τών χυμών σε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] ή σε ένα [[μέλος]] του<br /><b>2.</b> [[κορεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στο θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πλήθω]]) και εμφανίζει το [[επίθημα]],-<i>ωρᾶ</i> / -<i>ωρη</i> τών τ. <i>ἀλε</i>-<i>ωρή</i>, <i>ἐλπ</i>-<i>ωρή</i>, <i>θαλπ</i>-<i>ωρή</i> (με [[διαφορά]] στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το [[επίθημα]] -<i>ωλός</i> / -<i>ωλή</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-]. | |mltxt=η,ΝΜΑ<br />μεγάλο [[πλήθος]], [[αφθονία]] (α. «[[πληθώρα]] επιχειρημάτων» β. «[[πληθώρα]] αδικημάτων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> νοσηρή [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από [[αύξηση]] του όγκου του αίματος [[πάνω]] από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από [[αύξηση]] της μάζας του πλάσματος ή από [[αύξηση]] τών ερυθρών αιμοσφαιρίων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[αύξηση]] του αίματος ή τών χυμών σε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] ή σε ένα [[μέλος]] του<br /><b>2.</b> [[κορεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στο θ. <i>πλη</i>- του <i>πίμ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με [[μόρφημα]] -<i>θ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πλήθω]]) και εμφανίζει το [[επίθημα]],-<i>ωρᾶ</i> / -<i>ωρη</i> τών τ. <i>ἀλε</i>-<i>ωρή</i>, <i>ἐλπ</i>-<i>ωρή</i>, <i>θαλπ</i>-<i>ωρή</i> (με [[διαφορά]] στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το [[επίθημα]] -<i>ωλός</i> / -<i>ωλή</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ρ</i>-]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πληθώρα -ης, ἡ, Ion. πληθώρη [πλήθω] volheid:; ἐς ἀγορῆς... πληθώρην tot de tijd dat de markt volloopt Hdt. 7.223.1; verzadiging; overdr.. εὐπρηξίης γὰρ οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι οὐδεμία πληθώρη want van succes bestaat voor de mens geen enkele verzadiging Hdt. 7.49.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:03, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. πληθώρ-η, ἡ,
A fullness, π. ἀγορῆς, = ἀγορὰ πλήθουσα, Hdt. 2.173, 7.223. II fullness, satiety, Hp.Acut.37; εὐπρηξίης Hdt.7.49: pl., Iamb.Protr.21.κβ. III Medic., repletion of blood or humours, fullness of habit, plethora, Gal.10.891, Alex.Aphr.Pr.2.10.
Greek Monolingual
η,ΝΜΑ
μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων»)
νεοελλ.
ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου του αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση της μάζας του πλάσματος ή από αύξηση τών ερυθρών αιμοσφαιρίων
αρχ.
1. ιατρ. αύξηση του αίματος ή τών χυμών σε ολόκληρο το σώμα ή σε ένα μέλος του
2. κορεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. πλη- του πίμ-πλη-μι με μόρφημα -θ- (βλ. λ. πλήθω) και εμφανίζει το επίθημα,-ωρᾶ / -ωρη τών τ. ἀλε-ωρή, ἐλπ-ωρή, θαλπ-ωρή (με διαφορά στον τονισμό), το οποίο πιθ. προέρχεται από το επίθημα -ωλός / -ωλή, με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληθώρα -ης, ἡ, Ion. πληθώρη [πλήθω] volheid:; ἐς ἀγορῆς... πληθώρην tot de tijd dat de markt volloopt Hdt. 7.223.1; verzadiging; overdr.. εὐπρηξίης γὰρ οὐκ ἔστι ἀνθρώποισι οὐδεμία πληθώρη want van succes bestaat voor de mens geen enkele verzadiging Hdt. 7.49.4.