πομφός: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
(33)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[φλύκταινα]] ἡ [[οίδημα]] του δέρματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[στοιχειώδης]] δερματική [[βλάβη]], χαρακτηριστική της κυδώσεως που έχει [[χρώμα]] ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, [[σχήμα]] στρογγυλό ή πολυκυκλικό, [[μέγεθος]] από [[κεφαλή]] καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το [[δέρμα]], εμφανίζεται και εξαφανίζεται [[γρήγορα]], συνοδεύεται από κνησμό και οφείλεται σε [[οίδημα]] της επιδερμίδας και του χορίου του δέρματος και αποτελεί αλλεργική [[εκδήλωση]], μπορεί όμως να παραχθεί και τεχνητά με ενδοδερμική [[ένεση]], όπως γίνεται στις διάφορες ενδοδερμικές δοκιμασίες για [[ανίχνευση]] ευαισθησίας [[προς]] διάφορες φαρμακευτικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πέμφιγα]]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[φλύκταινα]] ἡ [[οίδημα]] του δέρματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[στοιχειώδης]] δερματική [[βλάβη]], χαρακτηριστική της κυδώσεως που έχει [[χρώμα]] ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, [[σχήμα]] στρογγυλό ή πολυκυκλικό, [[μέγεθος]] από [[κεφαλή]] καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το [[δέρμα]], εμφανίζεται και εξαφανίζεται [[γρήγορα]], συνοδεύεται από κνησμό και οφείλεται σε [[οίδημα]] της επιδερμίδας και του χορίου του δέρματος και αποτελεί αλλεργική [[εκδήλωση]], μπορεί όμως να παραχθεί και τεχνητά με ενδοδερμική [[ένεση]], όπως γίνεται στις διάφορες ενδοδερμικές δοκιμασίες για [[ανίχνευση]] ευαισθησίας [[προς]] διάφορες φαρμακευτικές ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πέμφιγα]]].
}}
{{elnl
|elnltext=πομφός -οῦ, ὁ [~ πέμφιξ] geneesk. blaar, blaas (op de huid)
}}
}}

Revision as of 08:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφός Medium diacritics: πομφός Low diacritics: πομφός Capitals: ΠΟΜΦΟΣ
Transliteration A: pomphós Transliteration B: pomphos Transliteration C: pomfos Beta Code: pomfo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A blister on the skin, Hp.Mul.2.118, Morb.2.70. (Cf. πομφόλυξ, πομφολύζω; perh. akin to πέμφιζ.)

German (Pape)

[Seite 679] ὁ (verwandt mit πέμφιξ, vgl. πομφολύζω), eine Blase, Brandblase, Hippocr., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πομφός: -οῦ, ὁ, φλύκταινα ἐπὶ τοῦ δέρματος, Ἱππ. 485. 54., 641. 42· ἴδε Foës. Oecon. (ὅθεν αἱ λέξεις πομφόλυξ, πομφολύζω· συγγενὲς τῷ πέμφιξ).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bulle, bouton, pustule, cloque.
Étymologie: cf. πέμφιξ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
φλύκταιναοίδημα του δέρματος
νεοελλ.
ιατρ. στοιχειώδης δερματική βλάβη, χαρακτηριστική της κυδώσεως που έχει χρώμα ανοιχτό ρόδινο ή υπόλευκο, σχήμα στρογγυλό ή πολυκυκλικό, μέγεθος από κεφαλή καρφίτσας έως παλάμης, προεξέχει από το δέρμα, εμφανίζεται και εξαφανίζεται γρήγορα, συνοδεύεται από κνησμό και οφείλεται σε οίδημα της επιδερμίδας και του χορίου του δέρματος και αποτελεί αλλεργική εκδήλωση, μπορεί όμως να παραχθεί και τεχνητά με ενδοδερμική ένεση, όπως γίνεται στις διάφορες ενδοδερμικές δοκιμασίες για ανίχνευση ευαισθησίας προς διάφορες φαρμακευτικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέμφιγα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφός -οῦ, ὁ [~ πέμφιξ] geneesk. blaar, blaas (op de huid)