πρόκριτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόκρῐτος:''' <b class="num">1)</b> ранее выбранный, избранный (κληρωτοί Arst.): ἀρχόντων γενομένων ἐκ προκρίτων Plat. поскольку архонты назначаются из (числа) уже избранных, т. е. в порядке двухстепенных выборов;<br /><b class="num">2)</b> предпочтительный, лучший Anth.
|elrutext='''πρόκρῐτος:''' <b class="num">1)</b> ранее выбранный, избранный (κληρωτοί Arst.): ἀρχόντων γενομένων ἐκ προκρίτων Plat. поскольку архонты назначаются из (числа) уже избранных, т. е. в порядке двухстепенных выборов;<br /><b class="num">2)</b> предпочтительный, лучший Anth.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόκριτος -ον [προκρίνω] geselecteerd.
}}
}}

Revision as of 08:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκρῐτος Medium diacritics: πρόκριτος Low diacritics: πρόκριτος Capitals: ΠΡΟΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: prókritos Transliteration B: prokritos Transliteration C: prokritos Beta Code: pro/kritos

English (LSJ)

ον,

   A chosen before others, select, Pl.R.537d, Lg.945b: esp. of a preliminary list of selected candidates, κληρωτοὶ ἐκ προκρίτων Arist.Pol.1298b9, cf. Ath.8.1, Decr.ib.30.2; π. ἢ .. chosen rather than... AP5.257 (Paul. Sil.).    II at Rome, π., = princeps, D.C.57.8; π. τῆς γερουσίας, = princeps senatus, Id.53.1, cf. 46.20; π. τῆς νεότητος, = princeps juventutis, Id.78.17 (also π. τῆς ἱππάδος Id.71.35); π. (sc. τῶν γραμματοφόρων), = princeps peregrinorum, prob. in Id.78.14 (πρόκοιτος codd.).

German (Pape)

[Seite 731] vorher untersucht, vorher erwählt; Plat. Rep. VII, 537 d; Dem. 59, 75. – Bei Sp. entspricht es dem lat. princeps, wie D. Cass. 57, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκρῐτος: -ον, ἐκλεκτός, ἐκλελεγμένος, πρόκριτος, Πλάτ. Πολ. 537D, Νόμ. 945Β, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 10· πρ. ἤ..., μᾶλλον ἐκλεχθεὶς ἤ..., Ἀνθ. Π. 5. 258· ― ὁ πρ. τῆς γερουσίας, Λατ. Princeps senatus, Δίων Κ. 53. 1. πρβλ. 46. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 préféré, choisi;
2 subst.πρόκριτος τῆς βουλῆς, τῆς γερουσίας = lat. princeps senatus.
Étymologie: προκρίνω.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόκριτος, -ον, ΝΜΑ προκρίνω
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πρόκριτοι
οι προύχοντες, οι προεστοί («τελειώνοντας ο πόλεμος, συνάχτηκαν και οι πρόκριτοι τών χωριών της Άρτας», Μακρυγιάννης)
αρχ.
1. (ιδίως για υποψηφίους που περιλαμβάνονται σε προκαταρκτικό κατάλογο) αυτός που έχει προκριθεί («τὰς δ' ἀρχάς ἐποίησε κληρωτας ἐκ προκρίτων», Αριστοτ.)
2. φρ. α) «πρόκριτος τῆς γερουσίας» — ο επικεφαλής της ρωμαϊκής συγκλήτου
β) «πρόκριτος τῆς νεότητος»
(στη Ρώμη) αυτός που πρώτευε στις τάξεις της νεολαίας, ιδίως στην τάξη τών ιππέων
γ) «πρόκριτος ἤ...» — προτιμότερος από... («πρόκριτος ἐστι, Φίλιννα, τέη ῥυτὶς ἢ ὀπὸς ἥβης», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

πρόκρῐτος: -ον, επιλεγμένος πριν από τους άλλους, εκλεκτός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πρόκρῐτος: 1) ранее выбранный, избранный (κληρωτοί Arst.): ἀρχόντων γενομένων ἐκ προκρίτων Plat. поскольку архонты назначаются из (числа) уже избранных, т. е. в порядке двухстепенных выборов;
2) предпочтительный, лучший Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκριτος -ον [προκρίνω] geselecteerd.