Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προμετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
|lsmtext='''προμετωπίδιος:''' -α, -ον ([[μέτωπον]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή στο μπροστινό [[μέρος]]· <i>προμετωπίδιον</i>, <i>τό</i>, το [[δέρμα]] ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> η [[προμετωπίδα]] των αλόγων, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
}}
}}

Revision as of 08:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετωπίδιος Medium diacritics: προμετωπίδιος Low diacritics: προμετωπίδιος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: prometōpídios Transliteration B: prometōpidios Transliteration C: prometopidios Beta Code: prometwpi/dios

English (LSJ)

ον,

   A before or on the forehead, τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.NA14.26; π. τοῖχος in front, J.AJ15.11.5.    II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70.    2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς . . ἔχων π. prob. in IG22.1652.7.    3 skull of an ox, Thphr. Char.21.7; π. βοῶν Chron.Lind.C.110 (pl.).

German (Pape)

[Seite 734] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.

Greek (Liddell-Scott)

προμετωπίδιος: -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. τοῖχος, πρόσθιος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) κόσμημα τοῦ μετώπου, μάλιστα ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. placé devant ou sur le front;
subst. τὸ προμετωπίδιον :
1 frontail, armure pour protéger le front d’un cheval de guerre;
2 sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d’un cheval.
Étymologie: πρό, μέτωπον.

Greek Monolingual

-α, -ο / προμετωπίδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο
δερμάτινο λουρί του χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο του ζώου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο τμήμα του κρανίου ζώου, ιδίως βοδιού
β) το δέρμα ή οι τρίχες του μετώπου, ιδίως αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», Ηρόδ.)
γ) κόσμημα για το μέτωπο, ιδίως τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», Ξεν.)
δ) (σχετικά με άνθρωπο) διακόσμηση στο πρόσθιο μέρος στέμματος ή στεφανιού («στέφανος χρυσοῡς... ἔχων προμετωπίδιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προγαστρ-ίδιος)].

Greek Monotonic

προμετωπίδιος: -α, -ον (μέτωπον),
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά ή στο μπροστινό μέρος· προμετωπίδιον, τό, το δέρμα ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.
2. η προμετωπίδα των αλόγων, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.