σπαραγμός: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπᾰραγμός:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc. | |elrutext='''σπᾰραγμός:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);<br /><b class="num">2)</b> судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπαραγμός -οῦ, ὁ [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A tearing, rending, mangling, δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς E.Hec.656 (lyr.); σ. Βακχῶν by them, Id.Ba.735; but sparagmoi\ xai/tas, xrwto/s, etc., rending of them, Id.Ph.1525 (lyr.), Tr.453 (troch.), cf. Phld.Piet.87, etc. II convulsion, spasm, A.Fr.169, S.Tr.778,1254; agony, Anon.Prog. in Rh.1.613 W. (pl.).
German (Pape)
[Seite 916] ὁ, das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῦ πνευμόνων ἀνθήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰραγμός: ὁ, τὸ σπαράττειν, διασπαράττειν, «καταξεσχίζειν», δίαιμον ὄνυχα τιθεμένα σπαραγμοῖς Εὐρ. Ἑκ. 656· σπ. Βακχῶν, ὑπὸ τῶν Β., ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 735· ἀλλά, σπαραγμοὶ χαίτης, χρωτὸς κτλ., τὸ σπαράττειν, ἀποσπᾶν καὶ «ξεσχίζειν», ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1525, ἐν Τρῳ. 453. ΙΙ. συστροφὴ σπασμωδική, σπασμός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 165, Σοφ. Τρ. 778, 1254· - καθόλου, ἀγωνία, Ρήτορες (Walz) 1. 613.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de déchirer, déchirement;
2 convulsion.
Étymologie: σπαράσσω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σπαράσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σπαράσσω, σπάραγμα
νεοελλ.
βαθιά θλίψη, συντριβή
αρχ.
1. σπασμός
2. αγωνία.
Greek Monotonic
σπᾰραγμός: ὁ,
I. απόσχιση, κατασπάραγμα, βίαιη απόσπαση, κομμάτιασμα, ξέσκισμα, σε Ευρ.
II. σπασμωδικό τίναγμα, σπασμός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰραγμός: ὁ тж. pl.
1) разрывание, раздирание (χρωτός Eur.): ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками; ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо);
2) судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαραγμός -οῦ, ὁ [σπαράττω] kramp, (stuip)trekking, spasme. het verscheuren, het in stukken scheuren, het openrijten:. ἐξηλύξαμεν βακχῶν σπαραγμόν we zijn eraan ontkomen verscheurd te worden door de bacchanten Eur. Ba. 735.