σκληφρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκληφρός:''' худощавый, жидковатый или недоразвитый Plat., Arst.
|elrutext='''σκληφρός:''' худощавый, жидковатый или недоразвитый Plat., Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληφρός Medium diacritics: σκληφρός Low diacritics: σκληφρός Capitals: ΣΚΛΗΦΡΟΣ
Transliteration A: sklēphrós Transliteration B: sklēphros Transliteration C: sklifros Beta Code: sklhfro/s

English (LSJ)

ά, όν, (prob. from σκέλλω)

   A slender, slight, thin, Pl.Euthd. 271b, and prob. l. in Arist.Somn.Vig.457a29, Pr.954a7; of a woman, Theopomp.Com.58.

German (Pape)

[Seite 901] att. statt σκληρός, eigtl. zsgzn statt σκελιφρός, schmächtig, Ggstz von προφερής, Plat. Euthyd. 271 b, also jünger aussehend, als man ist; vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. p. 233.

Greek (Liddell-Scott)

σκληφρός: -ά, -όν, (πιθαν. ἐκ τοῦ σκέλλω), ἰσχνός, λεπτός, λαγαρός, «κοκκαλιάρης», Πλάτ. Εὐθύδημ. 271B, καὶ πιθαν. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3, 17, Προβλ. 30. 1, 14· ἐπὶ γυναικός, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 4, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
mince et alerte ; qui paraît plus jeune qu’il n’est.
Étymologie: att. c. σκελιφρός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα σκελη- του σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ. και λ. σκέλλω)].

Greek Monotonic

σκληφρός: -ά, -όν (σκέλλω), ισχνός, λεπτός, λιγνός, αδύνατος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκληφρός: худощавый, жидковатый или недоразвитый Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκληφρός -ά -όν [σκέλλομαι] mager, slank, klein.