Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνᾰγωγεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> соединитель, объединитель (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> собиратель, устроитель, тж. агитатор (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; [[θιασάρχης]] καὶ ξ. Luc.).
|elrutext='''συνᾰγωγεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> соединитель, объединитель (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> собиратель, устроитель, тж. агитатор (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; [[θιασάρχης]] καὶ ξ. Luc.).
}}
{{elnl
|elnltext=συνᾰγωγεύς -έως, ὁ [συνάγω] bijeenroeper (van de burgers); samenbrenger. Plat. Smp. 191d.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωγεύς Medium diacritics: συναγωγεύς Low diacritics: συναγωγεύς Capitals: ΣΥΝΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: synagōgeús Transliteration B: synagōgeus Transliteration C: synagogeys Beta Code: sunagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who brings together, assembler, τῶν πολιτῶν Lys.12.43, cf. Luc.Peregr.11; convener of a σύνοδος, Durrbach Choix d'inscr. de Délos 162 (i B.C.), OGI573.10 (Cilicia, i A.D.), Supp.Epigr. 1.330B3 (Istros, ii A.D.); λόγος σ. τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης Max.Tyr. 7.3.    II one who unites, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως σ. Pl.Smp.191d; matchmaker, ὁ τοῦ γάμου σ. Lib.Ep.1488.1.    III οἱ συναγωγέες the sphincter ani muscles, Hp.Oss.14.

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, der Zusammenführer, Verbinder; Hippocr.; Plat. Conv. 191 b; πολιτῶν Lys. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωγεύς: ὁ, ὁ συνάγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ συναθροίζων, τῶν πολιτῶν Λυσί. 124. 13, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 11· λόγος σ. τῶν ἀνθρώπων Μάξ. Τύρ. 7. 3. ΙΙ. ὁ ἑνώνων, συνδέων, συνάπτων, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D· τῆς φιλίας Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. οἱ συναγωγέες, οἱ συστελλόμενοι μύες, Ἱππ. 278. 35.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
qui rassemble.
Étymologie: συνάγω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].

Greek Monotonic

συνᾰγωγεύς: ὁ,
I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ.
II. αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγωγεύς: έως ὁ
1) соединитель, объединитель (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.);
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὶ ξ. Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾰγωγεύς -έως, ὁ [συνάγω] bijeenroeper (van de burgers); samenbrenger. Plat. Smp. 191d.