συνάλλομαι: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(4) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνάλλομαι:''' одновременно прыгать Plut., Luc. | |elrutext='''συνάλλομαι:''' одновременно прыгать Plut., Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e. II start back with terror, Artem.1.57.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.
Greek (Liddell-Scott)
συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
French (Bailly abrégé)
sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.
Greek Monolingual
Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].
Greek Monolingual
Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].
Greek Monotonic
συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.