τρικόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
|elrutext='''τρῐκόρῠθος:''' Eur. = [[τρίκορυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρικόρῠθος Medium diacritics: τρικόρυθος Low diacritics: τρικόρυθος Capitals: ΤΡΙΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: trikórythos Transliteration B: trikorythos Transliteration C: trikorythos Beta Code: triko/ruqos

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A Αἴας E.Or.1480 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.