σφράγισμα: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
(4b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σφράγισμα:''' ατος (ρᾱ) τό оттиск печати, (приложенная) печать Eur., Xen., Men.
|elrutext='''σφράγισμα:''' ατος (ρᾱ) τό оттиск печати, (приложенная) печать Eur., Xen., Men.
}}
{{elnl
|elnltext=σφράγισμα -ατος, τό [σφραγίζω] verzegeling; Eur. Hipp. 864; zegel. Xen. Hell. 1.4.3.
}}
}}

Revision as of 09:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγισμα Medium diacritics: σφράγισμα Low diacritics: σφράγισμα Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΜΑ
Transliteration A: sphrágisma Transliteration B: sphragisma Transliteration C: sfragisma Beta Code: sfra/gisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impression of a signet-ring, seal, E.Hipp.864, X.HG1.4.3; μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν δάμαρτα with bars and seals affixed to the door, E.Fr.1063.9.

Greek (Liddell-Scott)

σφράγισμα: [ᾱ], τό, ἐπίθεσις τῆς σφραγῖδος, τοῦ δακτυλίου τοῦ ἔχοντος σφραγιδόλιθον, τὸ σφραγισθὲν, σφραγίς, Εὐρ. Ἱππ. 864, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 3· μοχλοῖς καὶ διὰ σφραγισμάτων σῴζειν γυναῖκα διὰ μοχλῶν καὶ σφραγίδων ἐπὶ τῆς θύρας, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
empreinte d’un sceau.
Étymologie: σφραγίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ σφραγίζω
1. το αποτέλεσμα του σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας
2. (κατ' επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο
νεοελλ.
1. η ενέργεια του σφραγίζω, σφράγιση
2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με ειδικό αμάλγαμα
β) (κατ' επέκτ.) το υλικό που χρησιμοποιείται στην παραπάνω επέμβαση, βούλλωμα
3. κλείσιμο καταστήματος από το κράτος.

Greek Monotonic

σφράγισμα: -ατος, τό (σφρᾱγίζω), επίθεση, εκτύπωμα σφραγίδας, δαχτυλιδιού που έχει σφραγιδόλιθο, σφραγίδα, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σφράγισμα: ατος (ρᾱ) τό оттиск печати, (приложенная) печать Eur., Xen., Men.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφράγισμα -ατος, τό [σφραγίζω] verzegeling; Eur. Hipp. 864; zegel. Xen. Hell. 1.4.3.