συγκατάγω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=contribuer à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατάγω]].
|btext=contribuer à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κατάγω]]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] τα [[κάτω]] [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[μεταφέρω]] με κάποιον στο [[λιμάνι]]<br /><b>3.</b> [[βοηθώ]] στο να επαναφέρει [[κανείς]] κάποιον («τὸν [[τύραννον]] συγκατάγειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με εξόριστο) [[επαναφέρω]] στην [[πατρίδα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:02, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατάγω Medium diacritics: συγκατάγω Low diacritics: συγκατάγω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΩ
Transliteration A: synkatágō Transliteration B: synkatagō Transliteration C: sygkatago Beta Code: sugkata/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A bring down along with or together, Arist.HA 620b18, Mete.371a12; bring with one to port, PHib.1.49.5 (iii B.C.).    2 join in bringing back, τὸν τύραννον Ar.Th.339, cf. Isoc. 16.13; τὸν Διόνυσον (at the Καταγώγια, q.v.); τὸν δῆμον Aeschin.2.78; from exile, Pl.Ep.333e.

German (Pape)

[Seite 964] (s. ἄγω), mit herab- oder herunterführen, mit zurückbringen, τύραννον, Ar. Thesm. 339; ins Vaterland Verbannte Plat. Ep. VII, 333 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατάγω: μέλλ. -ξω, κατάγω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2, Μετεωρ. 3. 1, 8. 2) βοηθῶ εἰς τὸ νὰ ἐπαναφέρῃ τις τινα, τὸν τύραννον Ἀριστοφ. Θεσμ. 339, πρβλ. Ἰσοκρ. 349D· τὸν δῆμον Αἰσχίν. 38. 21· ἐκ τῆς ἐξορίας, Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε.

French (Bailly abrégé)

contribuer à ramener.
Étymologie: σύν, κατάγω.

Greek Monolingual

Α κατάγω
1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον
2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι
3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.)
4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα.

Greek Monotonic

συγκατάγω: μέλ. -ξω, βοηθώ στην επαναφορά κάποιου πράγματος, τὸν δῆμον, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συγκατάγω: (τᾰ)
1) содействовать возвращению, вместе возвращать из изгнания (τινά Arph., Plat.);
2) совместно восстанавливать в правах, возвращать к власти (τὸν δῆμον Aeschin., Plut.);
3) сводить вниз, стягивать, втягивать: ἡ ἕλιξ συγκατάγουσα τὸ νέφος Arst. вихрь, увлекающий за собой облако.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατάγω meewerken aan het terugbrengen (van), helpen weer aan de macht te komen, met acc.