συνακόλουθος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰκόλουθος''': -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2. | |lstext='''συνᾰκόλουθος''': -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A coupled with, Arist. Rh.Al.1435b2.
German (Pape)
[Seite 998] mitfolgend, begleitend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰκόλουθος: -ον, ὁ συνακολουθῶν, συνοδεύων τινά, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 26, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / συνακόλουθος, -ον, ΝΜΑ ἀκόλουθος
νεοελλ.
1. επακόλουθος, παρεπόμενος, αυτός που ακολουθεί κατά λογική αναγκαιότητα
2. συνεπής, σύμφωνος προς τον εαυτό του
3. το ουδ. ως ουσ. το συνακόλουθο
το ακολούθημα, το επακόλουθο, η συνέπεια («η στάση του είναι συνακόλουθο τών αντιλήψεών του»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει στη συνοδεία κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰκόλουθος: сопутствующий Arst.