συνεπιτίθημι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπιτίθεμαι;<br /><b>1</b> se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτίθημι]].
|btext=ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνεπιτίθεμαι;<br /><b>1</b> se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιτίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συνεπιτίθεμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:38, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιτίθημι Medium diacritics: συνεπιτίθημι Low diacritics: συνεπιτίθημι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: synepitíthēmi Transliteration B: synepitithēmi Transliteration C: synepitithimi Beta Code: sunepiti/qhmi

English (LSJ)

   A help in putting on, put on still more, βάρος Plu.2.728c.    II Med., join in attacking, τῷ Μήδῳ Th.3.54, cf.6.17; τῷ τῆς τύχης πταίσματι Phld.Vit.p.21J.; μετά τινος Th.1.23, 6.10, Pl.Phlb.16a: abs., X.Cyr. 4.2.3, Is.6.29, Arist.Pol.1311b17, LXXDe.32.27, Act.Ap.24.9.    2 σ. τῷ ἔργῳ fall to the work together, Th.6.56.    3 set upon and use to one's own advantage, σ. τῇ ἀγνοίᾳ, τῷ μίσει τινός, Plb.6.43.4; τοῖς καιροῖς Id.3.15.10, 5.87.2.    4 σ. τισὶ ἁμαρτίαν lay a sin to their charge, LXX Nu.12.11.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιτίθημι: ἐπιτίθημι προσέτι, μηδενὸς ἀφαιρεῖν βάρος, συνεπιτιθέναι Πλούτ. 2. 748C. ΙΙ. Μέσ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος ἐπιτίθεμαι, ἐπιπίπτω, προσβάλλω, τῷ Μήδῳ Θουκ. 3. 54, πρβλ. 6. 17· ξ. τινὶ μετά τινος ὁ αὐτ. 1. 23., 6. 10, Πλάτ. Φίληβ. 16Α, ἀπολ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. 2) ξ. τῷ ἔργῳ, ἐπιδίδομαι ὁμοῦ εἰς τὸ ἔργον, Θουκ. 6. 56, πρβλ. Ἰσαῖον 59. 17· 3) μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, «Θηβαῖοι μὲν γὰρ τῇ Λακεδαιμονίων ἀγνοίᾳ καὶ τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι» Πολύβ. 6. 43, 4· οὕτως, ἐφοβεῖτο δὲ τὸν Ἀχαιὸν μὴ συνεπίθηται τοῖς καιροῖς ὁ αὐτ. 5. 87, 2· τοῖς καιροῖς συνεπιθέμενοι πρότερον ὁ αὐτ. 3. 15, 10.

French (Bailly abrégé)

ajouter à une charge, augmenter de plus en plus une charge;
Moy. συνεπιτίθεμαι;
1 se mettre ensemble à : ἔργῳ THC à un travail;
2 en mauv. part attaquer ensemble, s’abattre à la fois sur, s’acharner ensemble contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιτίθημι.

Greek Monolingual

Α
βλ. συνεπιτίθεμαι.

Greek Monotonic

συνεπιτίθημι: μέλ. -θήσω,
I. επιθέτω, βάζω επιπλέον ή από κοινού, σε Πλούτ.
II. Μέσ., επιτίθεμαι, επιπίπτω, εφορμώ από κοινού με, τινι, σε Θουκ.· ξυνεπιτίθεμαι τῷ ἔργῳ, συνεργάζομαι σε κάτι, επιδίδομαι από κοινού σε κάποιο έργο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιτίθημι: 1) одновременно или вместе накладывать, наваливать (σ. καὶ συνεπιφορτίζειν Plut.): ἀθρόα συνεπιτιθέμενα ἀκροάματα Plut. куча всевозможных рассказов; ἅμα τῷ πολέμῳ καὶ λιμοῦ συνεπιτιθεμένου τοῖς Ῥωμαίοις Plut. когда на римлян, вместе с войной, обрушился и голод; ξυνεπιτίθεσθαι ἔργῳ Thuc. дружно приняться за дело;
2) med. вместе или одновременно набрасываться, нападать Xen.: σ. τινι μετά τινος Thuc., Plat.; вместе с кем-л. нападать на кого-л.; συνεπέθετο καὶ Ἑλλανοκράτης Arst. в заговоре принял участие и Гелланократ;
3) med. использовать также против (кого-л.), воспользоваться (τοῖς καιροῖς Polyb.);
4) med. подтверждать (συνεπέθεντο φάσκοντες ταῦτα οὔτως ἔχειν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιτίθημι, Att. ook ξυνεπιτίθημι, alleen med. intrans. samen (met...) of mede aanvallen, met dat. iem., met dat., met μετά + gen. met iem.; van gebeurtenissen samen (met...) overvallen:. ταῦτα πάντα μετὰ τοῦδε τοῦ πολέμου ἅμα ξυνεπέθετο die (rampen) troffen (hen) tegelijk met deze oorlog Thuc. 1.23.3. zich mede toeleggen op, meedoen met, met dat.. Thuc. 6.56.2.