μύλλος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(26) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μύλλος]], ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μέλος]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>mullus</i>]. | |mltxt=[[μύλλος]], ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μέλος]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>mullus</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: name of a Pontic fish, which is also found in the Danube (Ar. Fr. 414, Ephipp., Gal., Ael.).<br />Other forms: <b class="b3">μύλος</b> Opp.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As the fish cannot be further defined (s. Thompson Fishes s.v.), all explanations are in the air. The connection with the group of <b class="b3">μέλας</b> (lastly Strömberg Fischnamen 22; s. also W.-Hofmann s. [[mulleus]]) under the assumption, it is about the mullet, is therefore a pure hypothesis. -- Lat. LW [loanword] [[mullus]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 2 January 2019
English (LSJ)
ὁ, an edible sea-fish, prob.
A Sciaena umbra, Ar.Fr.414, Ephipp.12.4; brought salted from the Black Sea, Gal.6.729,747; a similar fish found in the Danube, Ael.NA14.23; cf. μύλος 11, πλατίστακος.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, ein Meerfisch, mullus, der eingesalzen vom schwarzen Meere kam, sich auch in der Donau fand, Ath. III, 118 b XIV, 647 a Ael. H. A. 24, 23; bei Opp. Hal. 1, 130 μύλος. τό, dasselbe, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μύλλος: ὁ, ἐδώδιμος ἰχθὺς θαλάσσιος διάφορος τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· μύλος [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο μέγας, λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο πλατίστακος, πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: DELG étym. douteuse, pê μέλας.
Greek Monolingual
μύλλος, ὁ (Α)
το ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a Pontic fish, which is also found in the Danube (Ar. Fr. 414, Ephipp., Gal., Ael.).
Other forms: μύλος Opp.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the fish cannot be further defined (s. Thompson Fishes s.v.), all explanations are in the air. The connection with the group of μέλας (lastly Strömberg Fischnamen 22; s. also W.-Hofmann s. mulleus) under the assumption, it is about the mullet, is therefore a pure hypothesis. -- Lat. LW [loanword] mullus.