ἀρρηνής: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(1b)
(1)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρρηνής:''' злобный, свирепый ([[θήρ]] Theocr.).
|elrutext='''ἀρρηνής:''' злобный, свирепый ([[θήρ]] Theocr.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[growling]], only Theoc. 25, 83 <b class="b3">ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές</b> (scil. <b class="b3">θηρίον</b>; of a dog); = <b class="b3">ἄγριον</b>, <b class="b3">δυσχερές</b> H.<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν</b>. <b class="b3">καὶ</b> <<b class="b3">ἐπὶ</b>> <b class="b3">γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. From <b class="b3">ἀρ(ρ)άζω</b> [[bark]], [[howl]] (Prellwitz Glotta 19, 104) after <b class="b3">στρηνής</b>, <b class="b3">ἀπηνής</b>?
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρηνής Medium diacritics: ἀρρηνής Low diacritics: αρρηνής Capitals: ΑΡΡΗΝΗΣ
Transliteration A: arrēnḗs Transliteration B: arrēnēs Transliteration C: arrinis Beta Code: a)rrhnh/s

English (LSJ)

ές,

   A fierce, savage, of dogs, Theoc.25.83, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρηνής: -ές, ἄγριος ἐπὶ κυνῶν, Θεόκρ. 25. 83, «ἀρρηνές· ἄγριον, δυσχερὲς» Ἡσύχ. (ἴσως ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ἄρρην: κατὰ τὸν Λοβ. Παθολ. 194, ὀνοματοποιία ἐκ τοῦ κνυζήματος (τοῦ γρυνιάσματος) κυνός, πρβλ. litera canina).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
hargneux, méchant.
Étymologie: ἀ, ῥήν.

Spanish (DGE)

-ές
fiero, feroz de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.

• Etimología: Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω (ἀράζω) ‘ladrar’.

Greek Monolingual

ἀρρηνής, -ές (Α)
(για σκύλους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II) ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -ρρρ-, ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την κατάληξη, η λ. σχηματίστηκε κατά τα απηνής, στρηνής.

Greek Monotonic

ἀρρηνής: -ές, άγριος, σκληρός, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀρρηνής: злобный, свирепый (θήρ Theocr.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: growling, only Theoc. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; of a dog); = ἄγριον, δυσχερές H.
Derivatives: ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν. καὶ <ἐπὶ> γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. From ἀρ(ρ)άζω bark, howl (Prellwitz Glotta 19, 104) after στρηνής, ἀπηνής?