ἀσχέδωρος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσχέδωρος]], ο (Α)<br />[[ονομασία]] του αγριόχοιρου στη Μεγάλη [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ασχέδωρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σχε</i>-<i>δορF</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ανασχείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[δόρυ]] «αυτός που προβάλλει [[αντίσταση]] στο [[ακόντιο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεν</i>-<i>εγχής</i>, <i>μεν</i>-<i>αίχμης</i> «ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]]»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική [[ονομασία]] του αγριόχοιρου].
|mltxt=[[ἀσχέδωρος]], ο (Α)<br />[[ονομασία]] του αγριόχοιρου στη Μεγάλη [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ασχέδωρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σχε</i>-<i>δορF</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ανασχείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[δόρυ]] «αυτός που προβάλλει [[αντίσταση]] στο [[ακόντιο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεν</i>-<i>εγχής</i>, <i>μεν</i>-<i>αίχμης</i> «ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]]»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική [[ονομασία]] του αγριόχοιρου].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">wild boar</b> in Magna Graecia (A. Fr. 191)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Kretschmer KZ 36, 267f. proposed Doric <b class="b3">*ἀν-σχε-δορϜ-ος</b> <b class="b2">who resists the lance</b>, originally an epithet; cf. <b class="b3">μεν-έγχης</b>, <b class="b3">μεν-αίχμης</b>; s. also on <b class="b3">ἀλέκτωρ</b> (s. [[ἀλεκτρυών]]). Bolling, Lg. 12, 1936,220 posited <b class="b3">-δωρϜος</b>. Possible at best.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχέδωρος Medium diacritics: ἀσχέδωρος Low diacritics: ασχέδωρος Capitals: ΑΣΧΕΔΩΡΟΣ
Transliteration A: aschédōros Transliteration B: aschedōros Transliteration C: aschedoros Beta Code: a)sxe/dwros

English (LSJ)

ὁ,

   A wild boar, in Magna Graecia, A.Fr.261, Sciras I.

German (Pape)

[Seite 382] ὁ, hieß der Eber in Sicilien, Aesch. frg. 240 bei Ath. IX, 402 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχέδωρος: ὁ, κάπρος, ὡς ἐκαλεῖτο ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 252), Σκληρίας παρ’ Ἀθην. 402Β.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jabalí A.Fr.261, Sciras 1, Ath.402b, Eust.774.23.

• Etimología: De *ἀνσχεδορϝος comp. de ἀνασχεῖν y δόρυ, q.u.

Greek Monolingual

ἀσχέδωρος, ο (Α)
ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < αν-σχε-δορF-ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν-εγχής, μεν-αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική ονομασία του αγριόχοιρου].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: wild boar in Magna Graecia (A. Fr. 191)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Kretschmer KZ 36, 267f. proposed Doric *ἀν-σχε-δορϜ-ος who resists the lance, originally an epithet; cf. μεν-έγχης, μεν-αίχμης; s. also on ἀλέκτωρ (s. ἀλεκτρυών). Bolling, Lg. 12, 1936,220 posited -δωρϜος. Possible at best.