βλωμός: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(7) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[βλωμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τροφή]] που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο [[στόμα]] με [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] το [[ψωμός]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], ενώ η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τη [[γλώσσα]] του Ησύχιου [[καβλέει]] «καταπίνει» [[είναι]] αμφίβολη]. | |mltxt=ο (Α [[βλωμός]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τροφή]] που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο [[στόμα]] με [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κομμάτι]] ψωμιού, [[μπουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. [[κατά]] το [[ψωμός]], που έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], ενώ η υποτεθείσα [[σύνδεση]] με τη [[γλώσσα]] του Ησύχιου [[καβλέει]] «καταπίνει» [[είναι]] αμφίβολη]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">piece of bread</b> (Call.),<br />Compounds: <b class="b3">ὀκτά-βλωμος</b> (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Not to <b class="b3">βλέει</b> in <b class="b3">καβλέει</b> H. (s. <b class="b3">βλέτυες</b>). Cf. <b class="b3">ψωμός</b>, but etym. unknown. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>.114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
Greek (Liddell-Scott)
βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
trozo, pedazo de pan Call.Fr.508, cf. Gr.Naz.Ep.5, Sch.A.R.1.322.
• Etimología: De la r. *gu̯elHu̯- ‘tragar’ en grado ø /P, cf. tb. βλῆρ.
Greek Monolingual
ο (Α βλωμός)
νεοελλ.
τροφή που έχει μασηθεί και αναμιχθεί στο στόμα με σάλιο
αρχ.
μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατά το ψωμός, που έχει την ίδια σημασία, ενώ η υποτεθείσα σύνδεση με τη γλώσσα του Ησύχιου καβλέει «καταπίνει» είναι αμφίβολη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: piece of bread (Call.),
Compounds: ὀκτά-βλωμος (Hes. Op. 442) s. Hofinger, Ant. class. 36 (1967) 457ff..
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not to βλέει in καβλέει H. (s. βλέτυες). Cf. ψωμός, but etym. unknown.