εἱαμενή: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἱᾰμενή:''' ἡ, [[τροφή]] ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, [[λιβάδι]], <i>ἐν εἰαμενῇ ἕλεος</i>, σε ένα ελώδες [[λιβάδι]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''εἱᾰμενή:''' ἡ, [[τροφή]] ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, [[λιβάδι]], <i>ἐν εἰαμενῇ ἕλεος</i>, σε ένα ελώδες [[λιβάδι]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">low land, humid prairie</b> (Il.),<br />Other forms: <b class="b3">ἴαμνοι</b> pl. <b class="b2">id.</b> (Nic., H.). Cf. <b class="b3">ἰαμενή</b>, <b class="b3">-αί</b>, auch <b class="b3">εἱαμένον νήνεμον</b>, <b class="b3">κοῖλον</b>, <b class="b3">βοτανώδη</b> H. (<b class="b3">εἰ-</b>)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in [[δεξαμενή]] (s. v.). Initial <b class="b3">εἱ-</b> for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation <b class="b3">-μεν-</b>\/<b class="b3">-μν-</b>, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).
}}
}}

Revision as of 00:22, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱᾰμενή Medium diacritics: εἱαμενή Low diacritics: ειαμενή Capitals: ΕΙΑΜΕΝΗ
Transliteration A: heiamenḗ Transliteration B: heiamenē Transliteration C: eiameni Beta Code: ei(amenh/

English (LSJ)

or εἰᾰμενή, ἡ,

   A a river-side pasture, meadow, ἐν εἱαμενῇ ἕλεος in a marshy meadow, Il.4.483; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc. 25.16, cf. Call.Dian.193, A.R.3.1202, Euph.138; εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης, of a shallow creek, Dem.Bith.4.5 (prob. a participial form): cf. also εἰαμένον· νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 722] ἡ, eine niedrige, feuchte, grasreiche Ebene, Niederung, ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος; ἕλεος Il. 4, 483. 15, 631; sp. D.; λειμῶνες ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theocr. 25, 16; Callim. Dian. 193; Ap. Rh. 2, 795 u. öfter; eine überschwemmte Gegend, 3, 1202. Den spiritus asper haben die alten Grammatiker, die es von ἕσις ableiten, was der Fluß abgesetzt hat, Spitzner hat ihn im Hom. eingeführt, vgl. ad Il. 4, 483; Buttm. Lexil. II p. 24 setzt es mit ἠϊών u. ἠϊόεις in Vrbdg, was die Schreibung mit dem spirit. lenis rechtfertigen würde. Vgl. ἰαμεναί.

Greek (Liddell-Scott)

εἱᾰμενή: ἢ εἰαμένη, ἡ, «τόπος ὅπου πόα φύεται ποταμοῦ ἀποβάντος· ἢ ἕλος παραποτάμιον κάθυδρον, ἢ ἀναβολὴ ποταμοῦ φυτὰ ἔχουσα» (Ἡσύχ.)· ἐν εἰαμενῇ ἕλεος Ἰλ. Δ. 483· λειμῶνες ὑπόδροσοι εἰαμεναί τε Θεόκρ. 25. 16, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτ. 193, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1202. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἧμαι (Ἐπ. γ΄ πληθ. εἵαται), γῆ χαμηλή· ἂν ἔχῃ οὕτω, προτιμητέος ὁ παροξύτ. τύπος εἱαμένη).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
prairie humide, fond de vallée herbeuse.
Étymologie: cf. 3ᵉ pl. épq. εἵαται, de ἧμαι.

Spanish (DGE)

(εἱᾰμενή) -ῆς, ἡ

• Alolema(s): εἰαμ- Colluth.221, EM 295.16G.

• Morfología: [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.Dian.193]
pradera al borde de un río, vega ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma, Il.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.

Greek Monolingual

εἱαμενή, η (Α)
λιβάδι σε υγρὸ τόπο.

Greek Monotonic

εἱᾰμενή: ἡ, τροφή ζώων που φυτρώνει στις όχθες ποταμού, λιβάδι, ἐν εἰαμενῇ ἕλεος, σε ένα ελώδες λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: low land, humid prairie (Il.),
Other forms: ἴαμνοι pl. id. (Nic., H.). Cf. ἰαμενή, -αί, auch εἱαμένον νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H. (εἰ-)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in δεξαμενή (s. v.). Initial εἱ- for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation -μεν-\/-μν-, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).