ἱστία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(18) |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱστία]] και [[ἱστίη]] και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Δωρικός]], [[βοιωτικός]] και [[αρκαδικός]] παράλλ. τ. του [[ἑστία]]. Για την [[ερμηνεία]] του <i>ἱ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[εστία]]]. | |mltxt=[[ἱστία]] και [[ἱστίη]] και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[εστία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[Δωρικός]], [[βοιωτικός]] και [[αρκαδικός]] παράλλ. τ. του [[ἑστία]]. Για την [[ερμηνεία]] του <i>ἱ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[εστία]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίη Meaning: [[hearth]]<br />See also: s. <b class="b3">ἑστία</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 3 January 2019
English (LSJ)
ἰστία, ἱστίη, Ἱστίη, Ἱστιαία,
A v. ἑστία. Ἱστιαϊκός, ή, όν, Histiaean, of currency, BCH2.579, 6.51, 35.260 (Delos). ἱστίασις, εως, ἡ,= ἑστίασις, POxy.471.53 (ii A.D.). ἱστιατορία, ἡ,= ἑστ., feast, PTeb.584 (ii A.D.). ἱστιάτωρ, v. ἑστιάτωρ. ἱστιητόριον, and ἰσο-ᾱτόριον, v. ἑστιατόριον.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. de ἱστιάω, ion. c. ἑστιάω;
pl. de ἱστίον.
Greek Monolingual
ἱστία και ἱστίη και Ἱστίη και Ἱστιαία, ἡ (Α)
βλ. εστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρικός, βοιωτικός και αρκαδικός παράλλ. τ. του ἑστία. Για την ερμηνεία του ἱ- βλ. λ. εστία].
Frisk Etymological English
-ίη Meaning: hearth
See also: s. ἑστία.