κακαλία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(18)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
|mltxt=κακ(κ)[[αλία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] στρύχνο το υπνωτικό<br /><b>2.</b> το ποώδες [[φυτό]] [[μερκουριαλίς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. [[σχέση]] με την αιγυπτιακής προελεύσεως [[ονομασία]] [[φυτών]] <i>ακακαλίς</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); <b class="b3">κακαλίς νάρκισσος</b> H.<br />See also: s. [[ἀκακαλίς]].
}}
}}

Revision as of 01:41, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακαλία Medium diacritics: κακαλία Low diacritics: κακαλία Capitals: ΚΑΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakalía Transliteration B: kakalia Transliteration C: kakalia Beta Code: kakali/a

English (LSJ)

   A v.l. for κακκαλία 11 (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.