κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάλλαιον -ου, τό, meestal plur. lellen (van een haan).
|elnltext=κάλλαιον -ου, τό, meestal plur. lellen (van een haan).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[wattles]] (Ar., Ael., Paus.), <b class="b2">cocks comb</b> (Arist.), <b class="b2">cocks tail feathers</b> (Ael. Dion.).<br />Other forms: norm. pl. <b class="b3">-α</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Unknown. The connection with <b class="b3">καλαϊς</b> [[cock]] (Prellwitz after Stokes and Berneker; s. Bq) is rejected by WP. 1, 444; one assumes <b class="b3">κάλλος</b> as "piece of ornamant". Cf. <b class="b3">καλάϊνος</b>, <b class="b3">καλαϊς</b>; also W.-Hofmann s. 1. [[gallus]]. Prob. Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 02:01, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαιον Medium diacritics: κάλλαιον Low diacritics: κάλλαιον Capitals: ΚΑΛΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kállaion Transliteration B: kallaion Transliteration C: kallaion Beta Code: ka/llaion

English (LSJ)

τό,

   A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4.    2 cock's tailfeathers, Ael.Dion.Fr.219.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.

Greek Monolingual

το (AM κάλλαιον)
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα του ηθμοειδούς οστού, στο μέσον του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα
μσν.-αρχ.
1. η σαρκώδης απόφυση της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, λειρί, λοφίο
2. το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. χαρχάλι
3. τα φτερά της ουράς του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].

Greek Monotonic

κάλλαιον: τό, λειρί κόκκορα· πληθ. κάλλαια, τά, τα φτερά της ουράς του, Λατ. palea, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάλλαιον: v. l. κάλαιον τό (преимущ. pl.)
1) петушиный гребень Arst.;
2) бородка, подзобок (мясистый нарост под петушиным клювом) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάλλαιον -ου, τό, meestal plur. lellen (van een haan).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: wattles (Ar., Ael., Paus.), cocks comb (Arist.), cocks tail feathers (Ael. Dion.).
Other forms: norm. pl. .
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. The connection with καλαϊς cock (Prellwitz after Stokes and Berneker; s. Bq) is rejected by WP. 1, 444; one assumes κάλλος as "piece of ornamant". Cf. καλάϊνος, καλαϊς; also W.-Hofmann s. 1. gallus. Prob. Pre-Greek.