κρίμνον: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(5) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρίμνον:''' τό ([[κρίνω]]), χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]], χοντρό [[κριθάλευρο]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κρίμνον:''' τό ([[κρίνω]]), χοντροαλεσμένο [[κριθάρι]], χοντρό [[κριθάλευρο]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">coarse barley-meal, coarse bread</b>, pl. also [[crumbs]] (Hp., Herod., Eup., Arist., pap., Lyc.).<br />Other forms: <b class="b3">-ῖ-</b>?<br />Derivatives: <b class="b3">κριμνώδης</b> <b class="b3">κ</b>.-like' (Hp., Ar.); <b class="b3">κριμνίτης ἄρτος</b> <b class="b2">coarse bread</b> (Iatrocl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 90); <b class="b3">κριμνῆστις πλακοῦντος εἶδος</b> H. (cf. on <b class="b3">κυλλῆστις</b>)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. The connection with <b class="b3">κρῖ</b>, <b class="b3">κριθή</b> (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) is qua formation not explained. Rather to be analysed in <b class="b3">κρι-μν-ον</b> to <b class="b3">κρίνω</b> as "what is sieved" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 a. n.); cf. on <b class="b3">κρησέρα</b>. Rejected by Schwyzer 524. - Fur. 245 compares <b class="b3">κρίνον</b> <b class="b2">kind of bread</b> (Ath. 3, 114f: not in LSJ) as < <b class="b3">*κριϜνον</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 3 January 2019
English (LSJ)
τό,
A coarse barley meal, Hp. ap. Gal.19.115, Eup.11.5 D.(prob.), Arist.HA501b31 (pl.), PRyl.280v(ii A. D.); grounds in gruel, Call.Fr.205. 2 coarse loaf, AP6.302 (Leon.), Babr.108.9. 3 in pl., crumbs, Herod.6.6; κρίμνα χειρῶν, = ἀπομαγδαλιά, Lyc.607.
Greek (Liddell-Scott)
κρίμνον: τό, (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω) χονδροαλεσμέναι κριθαί, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 5· κρίμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Καλλίμ. παρὰ Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 607· ― ἄρτος ἐκ τοιούτου ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 6. 302, πρβλ. Βαβρ. 108. 9· ― κρίμνα χειρῶν, ψιχία ἄρτου κτλ., πρὸς καθαρισμὸν τῶν χειρῶν κατὰ τὰ δεῖπνα, ὡς τὸ ἀπομαγδαλιά, Λυκόφρ. 607 (ἀλλὰ κρῖμνα ἐν Ἡρώνδ. 6. 6).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 farine d’orge grossière ; pain fait de cette farine ; κρῖμνα χειρῶν mie de pain pour s’essuyer les doigts au cours du repas;
2 goutte du breuvage ou de la bouillie κυκεών.
Étymologie: κρίνω.
Greek Monolingual
κρῑμνον και κρίμνον, τὸ (Α)
1. χοντροαλεσμένο κριθάρι
2. ψωμί παρασκευασμένο από χοντροαλεσμένο κριθάρι
3. στον πληθ. τὰ κρῑμνα ή κρίμνα
ψίχουλα ψωμιού με τα οποία καθάριζαν τα χέρια κατά τα δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κρί, κριθή παρουσιάζει μορφολογικές δυσκολίες, ενώ φαίνεται πιθανότερο ότι το θ. της λ. κρῖ-μν-ον ανάγεται στο ίδιο θ. με τη λ. κρίνω «ξεχωρίζω, κοσκινίζω»].
Greek Monotonic
κρίμνον: τό (κρίνω), χοντροαλεσμένο κριθάρι, χοντρό κριθάλευρο, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: coarse barley-meal, coarse bread, pl. also crumbs (Hp., Herod., Eup., Arist., pap., Lyc.).
Other forms: -ῖ-?
Derivatives: κριμνώδης κ.-like' (Hp., Ar.); κριμνίτης ἄρτος coarse bread (Iatrocl. ap. Ath. 14, 646a; Redard Les noms grecs en -της 90); κριμνῆστις πλακοῦντος εἶδος H. (cf. on κυλλῆστις)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. The connection with κρῖ, κριθή (Brugmann MU 2, 179, Chantraine Formation 215) is qua formation not explained. Rather to be analysed in κρι-μν-ον to κρίνω as "what is sieved" (Curtius 165, Brugmann Grundr.2 2: 1, 231 a. n.); cf. on κρησέρα. Rejected by Schwyzer 524. - Fur. 245 compares κρίνον kind of bread (Ath. 3, 114f: not in LSJ) as < *κριϜνον.