κολλόροβον: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(21)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κολλόροβον]] και κολόροβον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ποιμενικὴ [[ράβδος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[ένδειξη]] βάρους<br /><b>3.</b> [[είδος]] νομίσματος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κολόροβον</i>—εάν η [[γραφή]] αυτή [[είναι]] σωστή— [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών λ. [[κόλος]] και [[ῥόπαλον]].
|mltxt=[[κολλόροβον]] και κολόροβον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ποιμενικὴ [[ράβδος]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[ένδειξη]] βάρους<br /><b>3.</b> [[είδος]] νομίσματος<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κορύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κολόροβον</i>—εάν η [[γραφή]] αυτή [[είναι]] σωστή— [[είναι]] πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τών λ. [[κόλος]] και [[ῥόπαλον]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[καλαῦροψ]]
}}
}}

Revision as of 02:49, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλόροβον Medium diacritics: κολλόροβον Low diacritics: κολλόροβον Capitals: ΚΟΛΛΟΡΟΒΟΝ
Transliteration A: kollórobon Transliteration B: kollorobon Transliteration C: kollorovon Beta Code: kollo/robon

English (LSJ)

τό,

   A shepherd's staff or crook, BGU759.13 (ii A.D., written κολλωρ-); applied to the so-called club of Orion and Bootes (which has this form), Hipparch.1.7.15, 2.6.1b, Ptol.Alm.7.5, 8.1.    II masc. and neut., dub. sens., apptly. a weight or a coin, Sammelb.6954.    III pl., v.l. for κιλλοβόροι in Poll.1.143.    IV κολόροβοι, gloss on σκοιά, Hsch.; κολόροβον, gloss on κορύνη, Id.

Greek Monolingual

κολλόροβον και κολόροβον, τὸ (Α)
1. ποιμενικὴ ράβδος
2. πιθ. ένδειξη βάρους
3. είδος νομίσματος
4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον—εάν η γραφή αυτή είναι σωστή— είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον.

Frisk Etymological English

See also: s. καλαῦροψ