μύαξ: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(26) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[μύαξ]])<br /><b>ζωολ.</b> το [[μύδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>αρχιτ.</b> το [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης χριστιανικού ναού, [[κοίλωμα]], [[αχηβάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όστρακο, [[καύκαλο]]<br /><b>2.</b> [[κουτάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. <i>μῦς</i> (<b>πρβλ.</b> και [[μυΐσκη]]) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, δηλωτικό ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>ασπάλ</i>-<i>aξ</i>, <i>μέμβρ</i>-<i>αξ</i>). Κατ' άλλους, [[πρέπει]] να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «[[φύκι]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>muscus</i> και νέο άνω γερμ. <i>Μiesmuschel</i> «[[μύδι]]»), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. συνδέεται με το <i>μύω</i> «[[κλείνω]]». Τέλος, η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αντιστοιχεί με το λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>rex</i> «[[είδος]] κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[μύαξ]])<br /><b>ζωολ.</b> το [[μύδι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>αρχιτ.</b> το [[επάνω]] [[μέρος]] της κόγχης χριστιανικού ναού, [[κοίλωμα]], [[αχηβάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όστρακο, [[καύκαλο]]<br /><b>2.</b> [[κουτάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. <i>μῦς</i> (<b>πρβλ.</b> και [[μυΐσκη]]) που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, δηλωτικό ονομάτων ζώων (<b>πρβλ.</b> <i>ασπάλ</i>-<i>aξ</i>, <i>μέμβρ</i>-<i>αξ</i>). Κατ' άλλους, [[πρέπει]] να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «[[φύκι]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>muscus</i> και νέο άνω γερμ. <i>Μiesmuschel</i> «[[μύδι]]»), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. συνδέεται με το <i>μύω</i> «[[κλείνω]]». Τέλος, η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]] και αντιστοιχεί με το λατ. <i>m</i><i>ū</i><i>rex</i> «[[είδος]] κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ακος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">sea-mussel, its shell</b> (medic., Plin.); [[spoon]] (from [[shell]]; medic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation as <b class="b3">ἀσπάλαξ</b>, <b class="b3">μέμβραξ</b>, <b class="b3">ὕραξ</b> and other animals' names (Chantraine Form. 378f.). Like <b class="b3">μυΐσκη</b>, <b class="b3">-ος</b> <b class="b2">id.</b> prob. from <b class="b3">μῦς</b>, which can also mean [[mussel]]; cf. also Lat. [[mūsculus]] also [[mussel]]; s. Strömberg Fischnamen 109. Diff. Fick a.o. (s. WP. 2, 251): to a word for [[moss]] in Lat. [[muscus]] a.o.; cf. esp. NHG <b class="b2">Mies-muschel</b>. Diff. again L. Meyer 4, 291: to <b class="b3">μύω</b> <b class="b2">shut (oneself)</b>. -- With <b class="b3">μύαξ</b> can be identical Lat. [[mūrex]] <b class="b2">purple (snail)</b> as inherited word, s. W.-Hofmann s.v. For Mediterranan origin of [[mūrex]] Ernout-Meillet; thus also on <b class="b3">μύαξ</b> Chantraine Form. 378; DELG rejects all hypotheses. - The suffix <b class="b3">-αξ</b> however is typically Pre-Greek; is it possible that this was added to the IE word <b class="b2">*mus</b> [[mouse]]? (Not in Fur.) | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 3 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μῦς 11, sea-mussel, Xenocr. ap. Orib.2.58.90, Dsc. 2.5, Plin.HN32.95; also of its shell, Dsc.1.32,33. II = μύστρον 2, Crito ap.Gal.14.105; μ. χαλκοῦς Id.12.892. (Cf. Lat. mūrex.)
German (Pape)
[Seite 213] ακος, ὁ, 1) = μῦς. – 2) die Miesmuschel, Diosc. – 3) = μύστρον, Lob. Phryn. 321.
Greek (Liddell-Scott)
μύαξ: -ᾰκος, ὁ, = μῦς ΙΙ, θαλάσσιον ὄστρεον, «μύδι», Ξενοκρ. σ. 12, Πλίν. 32. 31. ΙΙ. = μύστρον ΙΙ, Γαλην.· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 321. ΙΙΙ. τὸ ἄνω μέρος τῆς κόγχης Χριστιανικοῦ ναοῦ, Σωφρόνιος 3984Α, Β.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μύαξ)
ζωολ. το μύδι
μσν.
αρχιτ. το επάνω μέρος της κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα
αρχ.
1. όστρακο, καύκαλο
2. κουτάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο της λ. μῦς (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, δηλωτικό ονομάτων ζώων (πρβλ. ασπάλ-aξ, μέμβρ-αξ). Κατ' άλλους, πρέπει να συνδέεται με λ. που δεν έχει διασωθεί στην ελλ. και που θα σήμαινε «φύκι» (πρβλ. λατ. muscus και νέο άνω γερμ. Μiesmuschel «μύδι»), ενώ κατ' άλλη άποψη η λ. συνδέεται με το μύω «κλείνω». Τέλος, η άποψη κατά την οποία η λ. ανήκει στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και αντιστοιχεί με το λατ. mūrex «είδος κοχλία» δεν φαίνεται πιθανή].
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: sea-mussel, its shell (medic., Plin.); spoon (from shell; medic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation as ἀσπάλαξ, μέμβραξ, ὕραξ and other animals' names (Chantraine Form. 378f.). Like μυΐσκη, -ος id. prob. from μῦς, which can also mean mussel; cf. also Lat. mūsculus also mussel; s. Strömberg Fischnamen 109. Diff. Fick a.o. (s. WP. 2, 251): to a word for moss in Lat. muscus a.o.; cf. esp. NHG Mies-muschel. Diff. again L. Meyer 4, 291: to μύω shut (oneself). -- With μύαξ can be identical Lat. mūrex purple (snail) as inherited word, s. W.-Hofmann s.v. For Mediterranan origin of mūrex Ernout-Meillet; thus also on μύαξ Chantraine Form. 378; DELG rejects all hypotheses. - The suffix -αξ however is typically Pre-Greek; is it possible that this was added to the IE word *mus mouse? (Not in Fur.)