ψαλμῳδία: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(47c) |
m (Text replacement - "|" to "|") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=psalmōdia | |Transliteration B=psalmōdia | ||
|Transliteration C=psalmodia | |Transliteration C=psalmodia | ||
|Beta Code=yalmw&# | |Beta Code=yalmw|di/a | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">singing to the harp</b>, Aristid.2.310J.</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">singing to the harp</b>, Aristid.2.310J.</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 January 2019
English (LSJ)
A singing to the harp, Aristid.2.310J.
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμῳδία: ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) σύνθεσις ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.
Greek Monolingual
η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν ψαλμῳδός
εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς»)
2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να συνοδεύεται από κλάμα, κλάψα
νεοελλ.-μσν.
το να ψάλλει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλσιμο
μσν.-αρχ.
η σύνθεση ψαλμών
αρχ.
εκτέλεση άσματος με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου.