θαυματοποιία: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(4) |
m (Text replacement - "" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαυμᾰτοποιία''': ἡ, [[γοητεία]], ἐκτέλεσις πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 602D. ΙΙ. ἐπὶ ῥητόρων, [[τάσις]] πρὸς τὸ θαυμάσιον, Ἰσοκρ. | |lstext='''θαυμᾰτοποιία''': ἡ, [[γοητεία]], ἐκτέλεσις πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 602D. ΙΙ. ἐπὶ ῥητόρων, [[τάσις]] πρὸς τὸ θαυμάσιον, Ἰσοκρ. 209C· - [[ὡσαύτως]], -[[ποίησις]], εως, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 167. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:59, 6 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A conjuring, juggling, Pl.R.602d, lamb.Myst.3.29. II of orators, a straining after the marvellous, Isoc.10.7(pl.). 2 marvellous achievement, D.C.57.21.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, ἐκτέλεσις πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 602D. ΙΙ. ἐπὶ ῥητόρων, τάσις πρὸς τὸ θαυμάσιον, Ἰσοκρ. 209C· - ὡσαύτως, -ποίησις, εως, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 167. 27.
Greek Monolingual
η (Α θαυματοποιία) θαυματοποιός
το έργο του θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο
2. θαυμάσιο έργο, θαύμα.
Greek Monotonic
θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, εκτέλεση πλαστών θαυμάτων, ταχυδακτυλουργία, ξεγέλασμα, εξαπάτηση, σε Πλάτ.