θεογενής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(16)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεογενής''': -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351˙ ἴδε [[θειογενής]].
|lstext='''θεογενής''': -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351· ἴδε [[θειογενής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεογενής]] και [[θεογεννής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («[[θεός]] τοι καί [[θεογενής]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[θεογενής]] και [[θεογεννής]], -ές (Α)<br />αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («[[θεός]] τοι καί [[θεογενής]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογενής Medium diacritics: θεογενής Low diacritics: θεογενής Capitals: ΘΕΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: theogenḗs Transliteration B: theogenēs Transliteration C: theogenis Beta Code: qeogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born of God, Sch.rec.A.Pr.351, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1195] ές, gottgeboren, Schol. Aesch. Prom. 351.

Greek (Liddell-Scott)

θεογενής: -ές, ἐκ θεοῦ γεννηθείς, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 351· ἴδε θειογενής.

Greek Monolingual

θεογενής και θεογεννής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, ομο-γενής].