γρῖφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γρῖφος''': ὁ, ὡς τὸ [[γρῖπος]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 80, Πλούτ. 2. 471D. 2) μεταφ. , πᾶν τὸ περίπλοκον, [[λόγος]] ἀσαφὴς καὶ [[σκοτεινός]], [[αἴνιγμα]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 20˙ γρῖφον προβάλλειν Ἀντιφ. Γανυμ. λέγειν γρίφους παρὰ [[ποτὸν]] ὁ αὐτ. Κνοισθ. πρβλ. Müller Δωρ. 4. 8, § 4 κἑξ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥίψ, Λατ. scirpus).
|lstext='''γρῖφος''': ὁ, ὡς τὸ [[γρῖπος]], Ὀππ. Ἁλ. 3. 80, Πλούτ. 2. 471D. 2) μεταφ. , πᾶν τὸ περίπλοκον, [[λόγος]] ἀσαφὴς καὶ [[σκοτεινός]], [[αἴνιγμα]], Ἀριστοφ. Σφηξ. 20· γρῖφον προβάλλειν Ἀντιφ. Γανυμ. λέγειν γρίφους παρὰ [[ποτὸν]] ὁ αὐτ. Κνοισθ. πρβλ. Müller Δωρ. 4. 8, § 4 κἑξ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥίψ, Λατ. scirpus).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρῖφος Medium diacritics: γρῖφος Low diacritics: γρίφος Capitals: ΓΡΙΦΟΣ
Transliteration A: grîphos Transliteration B: griphos Transliteration C: grifos Beta Code: gri=fos

English (LSJ)

ὁ,

   A = γρῖπος, fishing-basket, creel, Plu.2.47Id, Opp.H.3.80, PTeb.486 (ii/iii A. D.).    2 metaph., anything intricate, dark saying, riddle, Ar.V.20, Demetr.Eloc.153, Ath.10.448b sqq.; γ. προβάλλειν Antiph.74.5; λέγειν γρίφους παρὰ πότον Id.124.2; distd. fr. αἴνιγμα, Poll.6.19.    b forfeit paid for failing to guess a riddle, Hsch.

German (Pape)

[Seite 506] ὁ, 1) = γρῖπος, Opp. H. 3, 80 u. a. Sp. – 2) übh. alles künstlich Geflochtene u. Verknüpfte, bes. Räthsel, künstlich verschlungene Reden, die schwer aufzulösen, mit denen man sich gern bei Tische unterhielt, Ar. Vesp. 20; vgl. Ath. X, 448 ff, aus com.

Greek (Liddell-Scott)

γρῖφος: ὁ, ὡς τὸ γρῖπος, Ὀππ. Ἁλ. 3. 80, Πλούτ. 2. 471D. 2) μεταφ. , πᾶν τὸ περίπλοκον, λόγος ἀσαφὴς καὶ σκοτεινός, αἴνιγμα, Ἀριστοφ. Σφηξ. 20· γρῖφον προβάλλειν Ἀντιφ. Γανυμ. 2· λέγειν γρίφους παρὰ ποτὸν ὁ αὐτ. Κνοισθ. 1· πρβλ. Müller Δωρ. 4. 8, § 4 κἑξ. (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ ῥίψ, Λατ. scirpus).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 filet de jonc, nasse, filet en gén.
2 fig. langage enchevêtré ou qui prend l’interlocuteur comme dans un filet ; énigme (cf. logogriphe).
Étymologie: DELG t. techn., étym. peu sûre.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: γρίφ- Hdn.Epim.16
1 nasa Opp.H.3.80, Erot.Fr.6, Plu.2.471d, Gal.16.729, Ael.Dion.γ 13, Poll.1.97, 10.132, PTeb.486 descr. (II/III d.C.), Hsch., cf. γρῖπος.
2 enigma, acertijo, adivinanza οὐδὲν ἄρα γρίφου διαφέρει Κλεώνυμος Ar.V.20, αἰνίγματα καὶ γρίφους ἀκούσας Luc.Pseudol.32, γρίφους συντιθέναι Luc.Vit.Auct.14, γρῖφον ὑφηνάμενοι AP 7.1 (Alc.Mess.), cf. Hdn.Gr.2.429, l.c., Ael.Dion.γ 13, Sch.D.T.11.14, en juego de palabras c. el sent. 1 γρίφοις ἰχθυβόλων ἔθανεν AP 7.213 (Arch.), formulado en oráculos, Anon.Mirac.Thecl.proem.36, esp. como juego en el banquete λέγειν γρίφους παρὰ πότον Antiph.122.2, τῶν μέντοι συμποτικῶν καὶ αἴνιγμα καὶ γ. Poll.6.107, cf. Antiph.75.5, Clearch.85, Ath.448b, Erot.100.14, Gell.1.2.4, Hsch., Eust.1926.56, c. ref. a su larga tradición ἀρχαιότατος δ' ἐστὶ λογικὸς γ. Ath.453b, περὶ γρίφων tít. de una obra de Clearco, Ath.452c, c. gen. subjet. Σφιγγὸς γ. el enigma de la Esfinge, AP 7.429.8 (Alc.Mess.), u obj. γ. παθῶν acertijo que se refiere a las pasiones Amph.Seleuc.98.
3 usos esp., como término ret. incoherencia ref. a una secuencia de frase sorprendente e inconexa destinada a provocar la risa, Demetr.Eloc.153
lit. adivinanza junto a la sátira como tipo de composición literaria, Apul.Flor.9, como una subdivisión de la alegoría, Sacerd.6.462.19.

• Etimología: v. γρῖπος.

Greek Monolingual

ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].

Greek Monotonic

γρῖφος: ὁ,
1. όπως το γρῖπος, καλάθι ψαρέματος, κοφίνι για ψάρια, φτιαγμένο από βούρλα, σε Πλούτ.
2. μεταφ., οτιδήποτε πολύπλοκο, δυσνόητο, ασαφές ρητό, αίνιγμα, γρίφος, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το ῥίψ, ῥιπός).

Russian (Dvoretsky)

γρῖφος:
1) сеть (γρίφοις καὶ σαγήναις ἐλάφους λαμβάνειν Plut.);
2) запутанная речь, загадка (αἰνίγματα καὶ γρῖφοι Plut., Luc.): οὐδὲν γρίφου διαφέρειν Arph. быть настоящей загадкой.