θεμιστοπόλος: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμιστοπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. | |lstext='''θεμιστοπόλος''': -ον, ([[πολέω]]) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103· ὡς τὸ [[δικασπόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
ον,
A ministering law and right, epith. of kings and judges, h.Cer.103. II oracular, σηκοί, of Delphi, Klio15.48 (Delph., iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
θεμιστοπόλος: -ον, (πολέω) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103· ὡς τὸ δικασπόλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui administre la justice.
Étymologie: θέμις, πολέω.
Greek Monolingual
-ο (Α θεμιστοπόλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος
ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος
αρχ.
1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -πολος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αι-πόλος, θαλαμη-πόλος.
Greek Monotonic
θεμιστοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που απονέμει το δίκαιο, υπηρετεί τη δικαιοσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
θεμιστοπόλος: творящий суд, охраняющий законность (βασιλῆες HH).