κούριος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(21)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κούριος''': -ον, [[νεανικός]], ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ [[μετὰ]] τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433˙ [[ὡσαύτως]] ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.
|lstext='''κούριος''': -ον, [[νεανικός]], ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ [[μετὰ]] τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433· [[ὡσαύτως]] ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κούριος]], -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νέος]], [[νεανικός]] («καὶ [[τότε]] παρθενίης νοσφίζετο [[κούριον]] [[ἄνθος]]», <b>Ορφ.</b>).
|mltxt=[[κούριος]], -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]<br />[[νέος]], [[νεανικός]] («καὶ [[τότε]] παρθενίης νοσφίζετο [[κούριον]] [[ἄνθος]]», <b>Ορφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούριος Medium diacritics: κούριος Low diacritics: κούριος Capitals: ΚΟΥΡΙΟΣ
Transliteration A: koúrios Transliteration B: kourios Transliteration C: koyrios Beta Code: kou/rios

English (LSJ)

ον, (κοῦρος A)

   A youthful, ἄνθος, in an interpol. verse after Il.13.433, cf. Orph.A.1339; ἥβη Orac. ap.Paus.9.14.3.

German (Pape)

[Seite 1496] wie κουρήϊος, jugendlich; πρὶν κούριον ἀγλαὸν ἥβην Δωριέες ὀλέσωσι, Il. 13, 433, eingeschalteter Vers, s. Eustath.; – παρθενίης κούριον ἄνθος Orph. Arg. 1336; orac. bei Paus. 9, 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κούριος: -ον, νεανικός, ἀναγιγνωσκόμενον ὑπὸ τοῦ Εὐσταθίου ἐν νόθῳ τινὶ στίχῳ παρεμβαλλομένῳ μετὰ τὸν ἐν Ἰλ. Ν. 433· ὡσαύτως ἐν Χρησμ. παρὰ Παυσ. 9. 14, 3, Ὀρφ. Ἀργ. 1347.

Greek Monolingual

κούριος, -ον (Α) [[[κούρος]] (Ι)]
νέος, νεανικός («καὶ τότε παρθενίης νοσφίζετο κούριον ἄνθος», Ορφ.).