ε: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(10)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ ἔ) <b>επιφών.</b><br />εκφράζει: 1. [[ενόχληση]], [[δυσαρέσκεια]] («ε πια, μάς παραζάλισες!»)<br /><b>2.</b> θαυμασμό<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]], [[ευχή]] («ε! και να μού τύχαινε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] του λαχείου!»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βεβιασμένη [[συγκατάθεση]] («ε! φτάνει, σέ [[πιστεύω]]!»)<br /><b>2.</b> [[κλήση]] («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).———————— <b>(II)</b><br />ἕ (Α)<br />αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για [[αυτοπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το τρίτο [[πρόσωπο]] <i>ἕ</i>, <i>ἑ</i> της προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>- / <i>swe</i>-. Οι επικοί τ. <i>ε</i>, <i>ευ</i>, [[έθεν]] στους οποίους δεν εμφανίζεται [[δίγαμμα]] προέρχονται από τη [[ρίζα]] <i>se</i>-, η οποία απαντά [[επίσης]] στα λατ. <i>se</i>, αρχ. σλαβ. <i>sę</i>, γοτθ. <i>si</i>-<i>k</i>. Τα ομηρ. (<i>F</i>)<i>έ</i>, παμφυλ. <i>Fhe</i> ανάγονται στη [[ρίζα]] <i>swe</i>- που απαντά [[επίσης]] στο αρχ. ινδ. <i>sva</i>-. Η δοτ. <i>οι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>soi</i> που απαντά στα αρχ. περσ. <i>šay</i>, αβεστ. <i>hẽ</i>, αρχ. ινδ. <i>se</i>. To ομηρικό <i>εέ</i>, <i>εοί</i>, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει [[ρίζα]] <i>sewe</i>- <b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>save</i>-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών <i>swe</i>-, <i>sewe</i>- προήλθαν τα κτητικά <i>swo</i>-<i>s</i> &GT; (<i>F</i>)<i>ός</i> και <i>sewo</i>-<i>s</i> &GT; <i>ἑός</i> που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. <i>sva</i>, λατ. <i>suus</i>].———————— <b>(III)</b><br />(AM ἔ, και κατ' [[επανάληψη]] ἔ ἔ ἔ ἔ<br />Α και ἐέ ή ἐή)<br />[[επιφώνημα]] πόνου ή θλίψεως.
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ ἔ) <b>επιφών.</b><br />εκφράζει: 1. [[ενόχληση]], [[δυσαρέσκεια]] («ε πια, μάς παραζάλισες!»)<br /><b>2.</b> θαυμασμό<br /><b>3.</b> [[επιθυμία]], [[ευχή]] («ε! και να μού τύχαινε ο [[πρώτος]] [[αριθμός]] του λαχείου!»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βεβιασμένη [[συγκατάθεση]] («ε! φτάνει, σέ [[πιστεύω]]!»)<br /><b>2.</b> [[κλήση]] («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).<br /><b>(II)</b><br />ἕ (Α)<br />αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για [[αυτοπάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για το τρίτο [[πρόσωπο]] <i>ἕ</i>, <i>ἑ</i> της προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>se</i>- / <i>swe</i>-. Οι επικοί τ. <i>ε</i>, <i>ευ</i>, [[έθεν]] στους οποίους δεν εμφανίζεται [[δίγαμμα]] προέρχονται από τη [[ρίζα]] <i>se</i>-, η οποία απαντά [[επίσης]] στα λατ. <i>se</i>, αρχ. σλαβ. <i>sę</i>, γοτθ. <i>si</i>-<i>k</i>. Τα ομηρ. (<i>F</i>)<i>έ</i>, παμφυλ. <i>Fhe</i> ανάγονται στη [[ρίζα]] <i>swe</i>- που απαντά [[επίσης]] στο αρχ. ινδ. <i>sva</i>-. Η δοτ. <i>οι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>soi</i> που απαντά στα αρχ. περσ. <i>šay</i>, αβεστ. <i>hẽ</i>, αρχ. ινδ. <i>se</i>. To ομηρικό <i>εέ</i>, <i>εοί</i>, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει [[ρίζα]] <i>sewe</i>- <b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>save</i>-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών <i>swe</i>-, <i>sewe</i>- προήλθαν τα κτητικά <i>swo</i>-<i>s</i> &GT; (<i>F</i>)<i>ός</i> και <i>sewo</i>-<i>s</i> &GT; <i>ἑός</i> που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. <i>sva</i>, λατ. <i>suus</i>].<br /><b>(III)</b><br />(AM ἔ, και κατ' [[επανάληψη]] ἔ ἔ ἔ ἔ<br />Α και ἐέ ή ἐή)<br />[[επιφώνημα]] πόνου ή θλίψεως.
}}
}}

Revision as of 12:55, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ε Medium diacritics: ε Low diacritics: ε Capitals: Ε
Transliteration A: e Transliteration B: e Transliteration C: e Beta Code: e

English (LSJ)

ἒ ψιλόν, fifth letter of the Gr. alphabet: as numeral έ

   A = πέντε and πέμπτος, but ε' = 5,000:—its name was εἶ, q.v., later ἒ ψιλόν; cf. ψιλός.

Greek Monolingual

(I)
(Μ ἔ) επιφών.
εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!»)
2. θαυμασμό
3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός του λαχείου!»)
νεοελλ.
1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!»)
2. κλήση («ε! εσένα μιλάω, δεν ακούς;»).
(II)
ἕ (Α)
αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου για αυτοπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το τρίτο πρόσωπο , της προσωπικής αντωνυμίας που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα se- / swe-. Οι επικοί τ. ε, ευ, έθεν στους οποίους δεν εμφανίζεται δίγαμμα προέρχονται από τη ρίζα se-, η οποία απαντά επίσης στα λατ. se, αρχ. σλαβ. , γοτθ. si-k. Τα ομηρ. (F)έ, παμφυλ. Fhe ανάγονται στη ρίζα swe- που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. sva-. Η δοτ. οι < soi που απαντά στα αρχ. περσ. šay, αβεστ. hẽ, αρχ. ινδ. se. To ομηρικό εέ, εοί, που σπάνια μαρτυρείται στον Όμηρο, προϋποθέτει ρίζα sewe- πρβλ. λιθ. save-. Τέλος με επιθετικοποίηση τών swe-, sewe- προήλθαν τα κτητικά swo-s > (F)ός και sewo-s > ἑός που αντιστοιχεί στα αρχ. ινδ. sva, λατ. suus].
(III)
(AM ἔ, και κατ' επανάληψη ἔ ἔ ἔ ἔ
Α και ἐέ ή ἐή)
επιφώνημα πόνου ή θλίψεως.