ανία: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἀνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[στενοχώρια]] και η [[κακοκεφιά]] που προκαλεί η [[έλλειψη]] οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη [[επανάληψη]] των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, [[πλήξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανησυχία]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]], [[πόνος]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>άmivᾱ</i> «[[βάσανο]], [[ενόχληση]]», που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] του χειλικού <i>m</i>-<i>u</i> σε <i>n</i>-<i>u</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. προέρχεται από τ. <i>anis</i>-<i>yᾱ</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>anista</i>-«[[ολέθριος]], [[απαίσιος]]», θ. <i>is</i>-, συγγενές με το [[ίμερος]] «[[πόθος]], [[επιθυμία]]» <b>κ.λπ.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[σύνδεση]] με το λατ. <i>onus</i> «[[βάρος]], [[ενόχληση]]», κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανιαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανιάζω]]].———————— <b>(II)</b><br />ἁνία, η (Α)<br />[δωρ. τ. του [[ἡνία]]] το [[χαλινάρι]] («ἀκηράτοις ἁνίαις» ([[Πίνδαρος]]).
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἀνία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[στενοχώρια]] και η [[κακοκεφιά]] που προκαλεί η [[έλλειψη]] οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη [[επανάληψη]] των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, [[πλήξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανησυχία]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]], [[πόνος]], [[ενόχληση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] με το αρχ. ινδ. <i>άmivᾱ</i> «[[βάσανο]], [[ενόχληση]]», που προϋποθέτει [[ανομοίωση]] του χειλικού <i>m</i>-<i>u</i> σε <i>n</i>-<i>u</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]] η λ. προέρχεται από τ. <i>anis</i>-<i>yᾱ</i> (πρβλ. αρχ. ινδ. <i>anista</i>-«[[ολέθριος]], [[απαίσιος]]», θ. <i>is</i>-, συγγενές με το [[ίμερος]] «[[πόθος]], [[επιθυμία]]» <b>κ.λπ.</b>). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η [[σύνδεση]] με το λατ. <i>onus</i> «[[βάρος]], [[ενόχληση]]», κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανιαρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανιάζω]]].<br /><b>(II)</b><br />ἁνία, η (Α)<br />[δωρ. τ. του [[ἡνία]]] το [[χαλινάρι]] («ἀκηράτοις ἁνίαις» ([[Πίνδαρος]]).
}}
}}

Revision as of 12:55, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἀνία)
νεοελλ.
η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη
αρχ.
ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση με το αρχ. ινδ. άmivᾱ «βάσανο, ενόχληση», που προϋποθέτει ανομοίωση του χειλικού m-u σε n-u. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. προέρχεται από τ. anis-yᾱ (πρβλ. αρχ. ινδ. anistaολέθριος, απαίσιος», θ. is-, συγγενές με το ίμερος «πόθος, επιθυμία» κ.λπ.). Λιγότερο πιθανή φαίνεται η σύνδεση με το λατ. onus «βάρος, ενόχληση», κ.λπ.
ΠΑΡ. ανιαρός
αρχ.
ανιάζω].
(II)
ἁνία, η (Α)
[δωρ. τ. του ἡνία] το χαλινάρι («ἀκηράτοις ἁνίαις» (Πίνδαρος).