εὐωρία: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(15) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν». | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».<br /><b>(II)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]<br />η [[ωραιότητα]] της εποχής, της ώρας, η [[ευκρασία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 8 January 2019
English (LSJ)
ἡ, (ὥρα)
A fineness of the season, Longus 1.9. II (ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. ὀλιγωρία. Ueber die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωρία: ἡ, (ὥρα) εὐάρεστος ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐωρία· ὀλιγωρία, ἀμέλεια», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
Greek Monolingual
(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».
(II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.