αγροικία: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀγροικία]]) [[ἄγροικος]]<br />[[συμπεριφορά]] που αρμόζει σε αγροίκο, [[τραχύτητα]], [[σκαιότητα]], [[χωριατιά]]<br />(νεοελλ. -[[αγροικιά]]) [[μωρία]], [[ανοησία]], [[απείθεια]], [[ανυπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύπαιθρος, [[επαρχία]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[πρωτεύουσα]] ή την [[πόλη]].———————— <b>(II)</b><br />η (Α [[ἀγροικία]])<br />εξοχική [[οικία]], [[έπαυλη]], [[οικία]] σε [[αγρόκτημα]] (στα αρχ. στον πληθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[οἰκία]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀγροικία]]) [[ἄγροικος]]<br />[[συμπεριφορά]] που αρμόζει σε αγροίκο, [[τραχύτητα]], [[σκαιότητα]], [[χωριατιά]]<br />(νεοελλ. -[[αγροικιά]]) [[μωρία]], [[ανοησία]], [[απείθεια]], [[ανυπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύπαιθρος, [[επαρχία]] σε [[αντίθεση]] [[προς]] την [[πρωτεύουσα]] ή την [[πόλη]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀγροικία]])<br />εξοχική [[οικία]], [[έπαυλη]], [[οικία]] σε [[αγρόκτημα]] (στα αρχ. στον πληθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[οἰκία]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀγροικία) ἄγροικος
συμπεριφορά που αρμόζει σε αγροίκο, τραχύτητα, σκαιότητα, χωριατιά
(νεοελλ. -αγροικιά) μωρία, ανοησία, απείθεια, ανυπακοή
αρχ.
ύπαιθρος, επαρχία σε αντίθεση προς την πρωτεύουσα ή την πόλη.
(II)
η (Α ἀγροικία)
εξοχική οικία, έπαυλη, οικία σε αγρόκτημα (στα αρχ. στον πληθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρὸς + οἰκία.