λαοσσόος: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll

Source
(3)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαοσσόος]], -ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή [[λαοσσόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το θηλ.</b> <i>λαοσσοοῡσα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[παρακινώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>σσόος</i>, <i>κυνο</i>-<i>σσόος</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[λαοσσόος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], ιων. τ. του επιθ. [[σῶος]] «[[σωτήριος]], [[υγιής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νηο</i>-<i>σσόος</i>, [[τέκνο]]-<i>σσόος</i>). Τα σύνθ. [[αυτού]] του τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την [[επίδραση]] τών σύνθ. σε -<i>σσόος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαο</i>-<i>σσόος</i> (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαοσσόος]], -ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή [[λαοσσόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>το θηλ.</b> <i>λαοσσοοῡσα</i><br />[[προσωνυμία]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[παρακινώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>σσόος</i>, <i>κυνο</i>-<i>σσόος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[λαοσσόος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σσόος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σόος]], ιων. τ. του επιθ. [[σῶος]] «[[σωτήριος]], [[υγιής]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νηο</i>-<i>σσόος</i>, [[τέκνο]]-<i>σσόος</i>). Τα σύνθ. [[αυτού]] του τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την [[επίδραση]] τών σύνθ. σε -<i>σσόος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαο</i>-<i>σσόος</i> (Ι)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοσσόος Medium diacritics: λαοσσόος Low diacritics: λαοσσόος Capitals: ΛΑΟΣΣΟΟΣ
Transliteration A: laossóos Transliteration B: laossoos Transliteration C: laossoos Beta Code: laosso/os

English (LSJ)

ον, (σεύω)

   A rousing or stirring the nations, epith. of the war-deities Ares, Eris, Il.17.398, 20.48; of Athena, 13.128, Od.22.210; of Apollo, Il.20.79: also of men, as Amphiaraus, Od.15.244; of Electryon, Amphitryon, Hes.Sc.3,37; λαοσσόοι ἀγῶνες assemblies to which the people flock, Pi.P.12.24.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοσσόος: -ον, (σεύω) ἐξεγείρων, διεγείρων τὰ ἔθνη, ἐπίθ. τῶν πολεμικῶν θεοτήτων, τοῦ Ἄρεως, τῆς Ἔριδος, Ἰλ. Ρ. 398., Υ. 48· τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Χ. 210, Ἰλ. Ν. 128· τοῦ Ἀπόλλωνος, Υ. 79· ὡσαύτως ἀνδρῶν, λαοσσόον Ἀμφιάραον Ὀδ. Ο. 244· τοῦ Ἠλεκτρύωνος, τοῦ Ἀμφιτρύωνος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 3. καὶ 37· ― λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις εἰς ἃς οἱ λαοὶ συνέρχονται πολυπληθεῖς, Πινδ. Π. 12. 42· πρβλ. ἱπποσόας. ΙΙ. (σῴζω) διασῴζων, διατηρῶν τὸν λαὸν ἢ τὰ ἔθνη, Ἀνθ. Π. 9 689, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 31., η. 12. ― Παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται καὶ «λαοσσοοῦσα, τουτέστι παρορμῶσα εἰς τὸν πόλεμον· ὅ ἐστιν ἐπίθετον Ἀθηνᾶς».

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
qui pousse le peuple au combat.
Étymologie: λαός, σεύω.

Greek Monolingual

(I)
λαοσσόος, -ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α)
1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ' Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα
προσωνυμία της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].
(II)
λαοσσόος, -ον (Α)
αυτός που διασώζει τον λαό, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -σσόος (< σόος, ιων. τ. του επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής» (πρβλ. νηο-σσόος, τέκνο-σσόος). Τα σύνθ. αυτού του τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την επίδραση τών σύνθ. σε -σσόος < σεύομαι (πρβλ. λαο-σσόος (Ι)].

Greek Monotonic

λᾱοσσόος: -ον (σεύω
1. αυτός που ξεσηκώνει, που εξεγείρει τα έθνη, σε Όμηρ.
2. λαοσσόοι ἀγῶνες, συναθροίσεις, στις οποίες συρρέει πολύς κόσμος, σε Πίνδ.
II. (σῴζω), αυτός που διασώζει, που διατηρεί την ακεραιότητα του λαού ή των εθνών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοσσόος: σεύω
1) поднимающий (на войну) народы, возбуждающий людей (Ἄρης, Ἔρις, Ἀθήνη, Ἀμφιάραος Hom.);
2) собирающий людей (ἀγῶνες Pind.).
σῴζω спасающий людей, охраняющий народ (τείχεα Anth.).