ἀνασαλεύω: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνασᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακατεύω]], [[ανακινώ]], [[ξεσηκώνω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀνασᾰλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανακατεύω]], [[ανακινώ]], [[ξεσηκώνω]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=to [[shake]] up, [[stir]] up, Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
A shake up, stir up, Luc.Astr.29; τὴν ὀσφῦν Alciphr.1.39.
German (Pape)
[Seite 206] aufrütteln, durch Schütteln in die Höhe bringen, Luc.; Alciphr. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασᾰλεύω: σαλεύω τι ἐκ τῆς θέσεώς του, μετακινῶ, λίθους ἀνασαλεύεσθαι, Λουκ. π. Ἀστρολογ. 29, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ébranler de bas en haut, secouer.
Étymologie: ἀνά, σαλεύω.
Spanish (DGE)
1 sacudir levantando ἵππου ... θέοντος ... λίθους ἀνασαλεύεσθαι al correr el caballo ... las piedras saltan Luc.Astr.29.
2 sacudir, menear τρέμουσαν οἷόν τι μελίπηκτον γάλα τὴν ὀσφῦν ἀνεσάλευσεν meneó las caderas que temblaban como un flan Alciphr.4.14.4.
Greek Monolingual
(Α ἀνασαλεύω)
νεοελλ.
(αμτβ.) σαλεύω ελαφρά, μετακινούμαι λίγο, αναδεύομαι
αρχ.
(μτβ.) μετακινώ ελαφρά.
Greek Monotonic
ἀνασᾰλεύω: μέλ. -σω, ανακατεύω, ανακινώ, ξεσηκώνω, σε Λουκ.