λῆδον: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
(5)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῆδον:''' τό, [[θάμνος]] από τον οποίο παράγεται το [[λάβδανο]], [[λάδανον]], [[μαστιχόδεντρο]], Cistus [[Creticus]].
|lsmtext='''λῆδον:''' τό, [[θάμνος]] από τον οποίο παράγεται το [[λάβδανο]], [[λάδανον]], [[μαστιχόδεντρο]], Cistus [[Creticus]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[λῆδον]], ου, τό,<br />a [[shrub]], the mastich, on [[which]] the gum [[λάδανον]] is [[found]], cistus creticus.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδον Medium diacritics: λῆδον Low diacritics: λήδον Capitals: ΛΗΔΟΝ
Transliteration A: lē̂don Transliteration B: lēdon Transliteration C: lidon Beta Code: lh=don

English (LSJ)

τό,

   A shrub from which the gum λήδανον exudes, Cistus cyprius, Dsc.1.97, Plin.HN26.47.

Greek (Liddell-Scott)

λῆδον: τό, θάμνος τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον εἶδος κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. σχῖνος), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον λήδανονλάδανον, Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. δέλεαρ. (Ἴδε κιννάμωμον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ciste (cistus Cyprius), arbrisseau produisant la gomme λήδανον.
Étymologie: DELG emprunt sém., cf. arabe ladan, persan ladan.

Greek Monolingual

ληδόν, τὸ (Α)
θάμνος της Ανατολής, είδος κίσθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λήδανον].

Greek Monotonic

λῆδον: τό, θάμνος από τον οποίο παράγεται το λάβδανο, λάδανον, μαστιχόδεντρο, Cistus Creticus.

Middle Liddell

!λῆδον, ου, τό,
a shrub, the mastich, on which the gum λάδανον is found, cistus creticus.