περίπλους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].———————— <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῑς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ου, ο, ΝΑ, και [[περίπλοος]], -όου, Α<br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] [[γύρω]] από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο [[περίπλους]] της Αφρικής» β. «δείσαντες [[μάλιστα]] τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φιλολ.</b> γεωγραφικό [[κείμενο]] που περιγράφει τα παράλια, [[κατά]] την κύρια [[σημασία]] του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως [[είναι]] λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με ειδική σημ.) [[πλους]] [[γύρω]] από τον στόλο εχθρού<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταξίδι]] στην [[ξηρά]], [[περιοδεία]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Περίπλους</i><br />[[τίτλος]] πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το [[ταξίδι]] της ψυχής [[κατά]] τη [[μετεμψύχωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. [[περίπλους]]].<br /> <b>(II)</b><br />-ουν και, -οος, -οον, Α [[περιπλέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πλέει [[γύρω]] από κάποιον [[τόπο]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιβάλλει [[κάτι]] («σὺν λοβοῑς [[πολλάκις]] κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> ([[κυρίως]] για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κανείς]] να πλεύσει από τη μία [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]<br /><b>4.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός [[γύρω]] από τον οποίο μπορεί να πλεύσει [[κανείς]] («αὔτη [[περίπλους]] ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.<br />περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.
|elnltext=περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.<br />περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.
}}
}}

Revision as of 11:45, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

att. c. περίπλοος.

Greek Monolingual

(I)
-ου, ο, ΝΑ, και περίπλοος, -όου, Α
1. πλους, ταξίδι γύρω από τις ακτές νήσου ή ηπείρου («ο περίπλους της Αφρικής» β. «δείσαντες μάλιστα τὸν περίπλοον τοῡ Ἄθω», Ηρόδ.)
2. φιλολ. γεωγραφικό κείμενο που περιγράφει τα παράλια, κατά την κύρια σημασία του ὁρου, μιας κλειστής θαλάσσιας περιοχής, όπως είναι λ.χ. η Μεσόγειος Θάλασσα και ο Εύξεινος Πόντος, ή, γενικότερα, οποιασδήποτε εκτεταμένης ακτής
αρχ.
1. (με ειδική σημ.) πλους γύρω από τον στόλο εχθρού
2. (κατ' επέκτ.) ταξίδι στην ξηρά, περιοδεία
3. ως κύριο όν. Περίπλους
τίτλος πολλών γεωγραφικών συγγραμμάτων, όπως του Καρχηδονίου Άννωνος, του Νεάρχου, του Πυθέου, του Αρριανού ή του Σκύλακος και του Αγαθαρχίδη
4. μτφ. το ταξίδι της ψυχής κατά τη μετεμψύχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. περίπλους].
(II)
-ουν και, -οος, -οον, Α περιπλέω
1. αυτός που πλέει γύρω από κάποιον τόπο
2. αυτός που περιβάλλει κάτι («σὺν λοβοῑς πολλάκις κοίλῃ περιπλόοις», Ιπποκρ.)
3. (κυρίως για πορθμό) αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί κανείς να πλεύσει από τη μία ακτή ώς την απέναντι
4. (με παθ. σημ.) αυτός γύρω από τον οποίο μπορεί να πλεύσει κανείς («αὔτη περίπλους ἐστὶν ἡ γῆ τὰ ξυντομώτατα», Θουκ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπλους -ου, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] omvaarbaar.
περίπλους -ου, ὁ, zonder contr. περίπλοος -οου [περιπλέω] het omvaren:; τοῦ Ἄθω van Athos Hdt. 6.95.2; milit. omsingelende manoeuvre op zee; Xen. Hell. 1.6.31; uitbr. zeereis:; ὑπέσχετο ἤδη γράψειν καὶ τὸν περίπλουν τῆς ἔξω θαλάττης hij heeft al beloofd de zeereis over de buitenzee (buiten de Middellandse zee) te beschrijven Luc. 59.31; overdr.. τοῦ κατὰ τὴν Ἀφροδίτην περίπλου λείψανον een restant van jouw reis over de zee van Aphrodite (Liefde) [Luc.] 49.3.