πελεκᾶς: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
(nl)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ᾶντος, ὁ, Α<br />το [[πτηνό]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλᾶς]], -<i>ᾶντος</i><br /><b>βλ.</b> -<i>όεις</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-ᾱτος, ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πελλάς]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ᾶντος, ὁ, Α<br />το [[πτηνό]] [[δρυοκολάπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελεκάν]], -<i>ᾶνος</i> με [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i>, -<i>ᾶντος</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀλλᾶς]], -<i>ᾶντος</i><br /><b>βλ.</b> -<i>όεις</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ᾱτος, ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> (<b>πρβλ.</b> [[πελλάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελεκᾶς Medium diacritics: πελεκᾶς Low diacritics: πελεκάς Capitals: ΠΕΛΕΚΑΣ
Transliteration A: pelekâs Transliteration B: pelekas Transliteration C: pelekas Beta Code: peleka=s

English (LSJ)

ᾶντος, ὁ,

   A woodpecker, as if joiner-bird (from πελεκάω), Ar. Av.884, 1155.

Greek (Liddell-Scott)

πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, ὁ δρυοκολάπτης ἢ «ξυλοφαγᾶς», οἰονεὶ ὁ ξυλουργὸς (ἐκ τοῦ πελεκάω), Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, πρβλ. 1155, 1157.

French (Bailly abrégé)

ᾶντος (ὁ) :
pivert, oiseau, ou pê c. πελεκάν.
Étymologie: πελεκάω.

Greek Monolingual

(I)
-ᾶντος, ὁ, Α
το πτηνό δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκάν, -ᾶνος με επίθημα -ᾶς, -ᾶντος (πρβλ. ἀλλᾶς, -ᾶντος
βλ. -όεις)].
(II)
-ᾱτος, ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πελέκεις, τσεκούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + επίθημα -ᾶς (πρβλ. πελλάς)].

Greek Monotonic

πελεκᾶς: -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το πελεκάω), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πελεκᾶς: ᾶντος ὁ дятел Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελεκᾶς -ᾶντος, ὁ [~ πέλεκυς] pelikaan.