πολυπλοκία: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυπλοκία:''' ἡ, [[πανουργία]], πονηριά, σε Θέογν.
|lsmtext='''πολυπλοκία:''' ἡ, [[πανουργία]], πονηριά, σε Θέογν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολυπλοκία]], ἡ,<br />[[cunning]], [[craft]], Theogn. [from [[πολύπλοκος]]
}}
}}

Revision as of 11:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπλοκία Medium diacritics: πολυπλοκία Low diacritics: πολυπλοκία Capitals: ΠΟΛΥΠΛΟΚΙΑ
Transliteration A: polyplokía Transliteration B: polyplokia Transliteration C: polyplokia Beta Code: poluploki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cunning, craft, Thgn.67 (pl.).

German (Pape)

[Seite 669] ἡ, Verschlagenheit, Theogn. 67.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπλοκία: ἡ, πανουργία, δολιότης, Θέογν. 67.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enchevêtrement ; ruse, fourberie.
Étymologie: πολύπλοκος.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πολύπλοκος
δολιότητα, πανουργία.

Greek Monotonic

πολυπλοκία: ἡ, πανουργία, πονηριά, σε Θέογν.

Middle Liddell

πολυπλοκία, ἡ,
cunning, craft, Theogn. [from πολύπλοκος