πολύκωμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(4)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε [[πολλά]] συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] «[[διασκέδαση]], [[εορτή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αγλαό</i>-<i>κωμος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Μ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολλές κώμες, [[πολλά]] χωριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] «[[χωριό]], [[συνοικία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κωμος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον Α<br /><b>1.</b> αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε [[πολλά]] συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶμος]] «[[διασκέδαση]], [[εορτή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>αγλαό</i>-<i>κωμος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Μ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που έχει πολλές κώμες, [[πολλά]] χωριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] «[[χωριό]], [[συνοικία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>κωμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:57, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκωμος Medium diacritics: πολύκωμος Low diacritics: πολύκωμος Capitals: ΠΟΛΥΚΩΜΟΣ
Transliteration A: polýkōmos Transliteration B: polykōmos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/kwmos

English (LSJ)

ον,

   A much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.

German (Pape)

[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.

Greek Monolingual

(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].
(II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].

Greek Monotonic

πολύκωμος: -ον, αυτός που διασκεδάζει πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκωμος: участвующий во множестве пирушек (Διόνυσος Anth.).