εὔρις: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔρις:''' ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. [[κύων]] Aesch., Soph.).
|elrutext='''εὔρις:''' ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. [[κύων]] Aesch., Soph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]<br />with a [[good]] [[nose]], i. e. [[keen]]-[[scented]], Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑς Medium diacritics: εὔρις Low diacritics: εύρις Capitals: ΕΥΡΙΣ
Transliteration A: eúris Transliteration B: euris Transliteration C: eyris Beta Code: eu)/ris

English (LSJ)

ινος, ὁ, ἡ,

   A with a good nose, i. e. keen-scented, κυνὸς . . ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.

German (Pape)

[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.

Greek Monolingual

εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].

Greek Monotonic

εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).

Middle Liddell

εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]
with a good nose, i. e. keen-scented, Aesch., Soph.