ὀπτάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
(2b) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]]. | |etymtx=[[ὀπτάνομαι]], [[ὀπτός]] See also: s. [[ὄπωπα]] a. [[ὄσσε]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀπτάζομαι]], [ὄψ]<br />Pass. to be [[seen]], NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be seen, LXX Nu.14.14 :—so ὀπτάνομαι, ib. 3 Ki.8.8, UPZ62.32 (ii B. C.), PTeb.24.5 (ii B. C.), Act.Ap.1.3, [Ar.Byz.] Arg.Ar.Pl.4, PMag.Par.1.3033, Corp.Herm.3.2 :—an Act. ὀπταίνω in Eust.069.33.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτάζομαι: Παθ., ὁρῶμαι, βλέπομαι, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 14)· οὕτως, ὁπτάνομαι, διάφ. γραφ. αὐτόθι, Πράξ. Ἀποστ. α΄, 3, ὑπόθ. Ἀριστοφ. Πλ. 4· ἐνεργ. ὀπταίνω, παρ’ Εὐστ. 969. 33.
Greek Monolingual
ὀπτάζομαι (ΑΜ) [[[οπτός]] (Ι)]
γίνομαι ορατός, βλέπομαι («ὅστις ὀφθαλμοῑς κατ' ὀφθαλμοὺς ὀπτάζῃ, Κύριε», ΠΔ).
Greek Monotonic
ὀπτάζομαι: ή ὀπτάνομαι (ὄψ), Παθ., είμαι ορατός, φαίνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
ὀπτάνομαι, ὀπτός See also: s. ὄπωπα a. ὄσσε.