εὐαπολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐᾰπολόγητος:''' легко извиняемый, простительный ([[ἀδίκημα]] Plut.).
|elrutext='''εὐᾰπολόγητος:''' легко извиняемый, простительный ([[ἀδίκημα]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-απολόγητος, ον [[ἀπολογέομαι]]<br />[[easy]] to [[excuse]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαπολόγητος Medium diacritics: εὐαπολόγητος Low diacritics: ευαπολόγητος Capitals: ΕΥΑΠΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euapológētos Transliteration B: euapologētos Transliteration C: evapologitos Beta Code: eu)apolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to excuse, Str.10.3.1, Plu.Agis 17, Hierocl.in CA19p.461M.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu vertheidigen, Strab. 10, 3, 1; ἀδίκημα Plut. Ag. 17.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαπολόγητος: -ον, ὃν εὐκόλως συγχωρεῖ τις, «εὐκολοσυγχώρητος», Στράβ. 463, Πλουτ. Ἀγησ. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à excuser.
Étymologie: εὖ, ἀπολογέομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, -ον)
αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία»)
αρχ.
αυτός που είναι ικανός να απολογηθεί καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-λογούμαι (πρβλ. αν-απολόγητος, δυσ-απολόγητος)].

Greek Monotonic

εὐαπολόγητος: -ον (ἀπολογέομαι), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰπολόγητος: легко извиняемый, простительный (ἀδίκημα Plut.).

Middle Liddell

εὐ-απολόγητος, ον ἀπολογέομαι
easy to excuse, Plut.